Κυριακή 21 Ιουλίου 2013

Το λεωφορείο της γραμμής 72






























































































































Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και σπούδασε Δημοσιογραφία

Ο ήλιος ψήλωσε πάλι και στο σταθμό μετεπιβίβασης των αστικών λεωφορείων στην Ανατολική Θεσσαλονίκη, στα όρια του πάρκινγκ του ΙΚΕΑ, παίζεται τώρα το μεγάλο παιχνίδι. Είναι Κυριακή και πίσω στην πόλη έχουν μείνει όσοι έχουν κάποιο περίεργο λόγο να το κάνουν. Η Χαλκιδική πέφτει μακριά και κοχλάζει, κι έτσι αυτό εδώ είναι το «σημείο μηδέν» των μπάνιων του λαού στη Θεσσαλονίκη. Μεγάλες κυρίες με κολιέ και μπανάλ μπανιερά, μετανάστες με τα παιδιά τους στην αγκαλιά, μαθητές γυμνασίου που συζητούν μεγαλόφωνα, ένα πολύχρωμο μελίσσι ανθρώπων που ταξιδεύει για την Περαία, την Αγία Τριάδα, τους Νέους Επιβάτες, τη Μηχανιώνα. Κόβουμε εισιτήριο στο λεωφορείο της γραμμής 72. ΙΚΕΑ-Νέα Μηχανιώνα. Φόρος τιμής στη λαϊκή κόπα καμπάνα του Βορρά, ένα πρωινό Κυριακής ακριβώς την ώρα που ο ήλιος αρχίζει να τσιγαρίζει τα βλέφαρα.

Τα καρέ που αλλάζουν από το παράθυρο του αστικού παίζουν ακόμη το έργο της δεκαετίας του ’70 και του ’80, τότε που το παραλιακό μέτωπο μετά το αεροδρόμιο και προς το Μεγάλο Έμβολο ζούσε την παραθεριστική έκσταση. Οι σκελετοί των νυχτερινών κέντρων ξεπερασμένου γκλάμουρ, οι αντιπροσωπείες αυτοκινήτων, το μανάβικο του Ρεφανίδη, η στροφή Επανομής, το φάλτσο της εκκλησίας που δεν μετακινήθηκε ούτε μετά τη διαπλάτυνση του δρόμου, η πίστα go-cart, το βενζινάδικο με το μικρό ασημί αεροπλανάκι στη στέγη, τα φαινομενικά άσχετα σημάδια στους αχυρένιους αγρούς, που είναι όμως οι νοητές προεκτάσεις του αεροδιαδρόμου του «Μακεδονία», ώστε να ευθυγραμμίζονται τα αεροσκάφη που προσγειώνονται.
Το διπλό λεωφορείο της γραμμής 72 με τη φυσούνα μυρίζει αντηλιακό. Κάνει στάσεις στη μέση του πουθενά, σφύζει από κόσμο και χαμόγελα. Την Κυριακή τα δρομολόγια εκτελούνται από δύο λεωφορεία, κολλητά το ένα πίσω από το άλλο, γιατί ο κόσμος πυκνώνει. «Μιλάτε πιο σιγανά, μας έχετε πάρει το κεφάλι, εμείς στην ηλικία σας δεν κάναμε έτσι», πνιχτά χαμόγελα στις υπερβολικές παρατηρήσεις των μεγάλων γυναικών με τα ολόσωμα μαγιό, «για μπάνιο πάμε, βουβοί να είμαστε». Κάποιες φορές μάλιστα τυχαίνει και το αναπάντεχο, ένα αεροπλάνο να προσγειώνεται την ώρα που το αστικό βρίσκεται ακριβώς στο ύψος του διαδρόμου του αερολιμένα, η άτρακτος και τα φτερά του να περνούν πραγματικά σε πολύ μικρός ύψος πάνω από τα κεφάλια των επιβατών του λεωφορείου, κάνοντας δυνατό πάταγο, ορισμένοι να σκύβουν ασυναίσθητα το κεφάλι μέσα στο αστικό, οι πιτσιρικάδες να πανηγυρίζουν, «ουάου, γαμάτο», και το δρομολόγιο να συνεχίζεται.
Το παραλιακό μέτωπο της Ανατολικής Θεσσαλονίκης, μετά το αεροδρόμιο και μέχρι τη Νέα Μηχανιώνα, ήταν συνυφασμένο με την καλοκαιρινή διασκέδαση ήδη από τη δεκαετία του ’70. Οι μικροί προσφυγικοί οικισμοί έγιναν σικάτη τουριστική ατραξιόν πολύ πριν οι Θεσσαλονικείς αρχίσουν να παραθερίζουν στο πρώτο πόδι της Χαλκιδικής. Χτίστηκαν μοντέρνες για την εποχή καμπάνες επάνω στο κύμα, βιάζοντας βέβαια την αρχιτεκτονική και την αισθητική, εδώ λειτούργησε κάμπινγκ του ΕΟΤ, χτίστηκαν σικάτα θερινά μπανγκαλόου για τους αξιωματικούς του Στρατού. Από την Περαία μέχρι την Αγία Τριάδα και τους Νέους Επιβάτες, ολόκληρο το παραλιακό μέτωπο γνώρισε δόξες, τότε που στις μεγάλες παρέες στην πλαζ οι γυναίκες φορούσαν ολόσωμα μαγιό και οι άντρες πλαστικά παπούτσια για τα πετραδάκια του πυθμένα.

Φίρμες της πίστας τιμούσαν κάθε καλοκαίρι την Ανατολική ακτή της Θεσσαλονίκης. Στο μυθιστόρημα του Γιώργου Σκαμπαρδώνη, «Πολύ βούτυρο στο τομάρι του σκύλου», υπάρχει μια σπαραχτική περιγραφή, με πρωταγωνιστές δύο φτωχοδιάβολους, που θέλουν να ακούσουν τον Καζαντζίδη να τραγουδά σε μια παραλιακή ταβέρνα (λίγο πριν βέβαια, στο Καραμπουρνάκι), όμως δεν έχουν χρήματα κι αποφασίζουν να πλησιάσουν από τη θάλασσα, με μια ξύλινη βάρκα, κάνοντας κουπί στα βουβά. Διαπιστώνουν βέβαια ότι δεν είναι μόνοι τους στο νερό.
«Ξαφνικά καταλαβαίνουνε πως δίπλα τους, στα δέκα δώδεκα μέτρα, είναι ακινητοποιημένες κι άλλες βάρκες, μαύροι όγκοι και κάφτρες τσιγάρων που αναβοσβήνουνε. Πλησιάζουν, αθόρυβα, κι άλλες. Μαζεύονται εφτά, οχτώ, δέκα, έντεκα βάρκες φορτωμένες κόσμο. Μια λιτανεία από μικρά σκάφη γεμάτα φτωχαδάκια που δεν έχουνε να πληρώσουνε την ταβέρνα και ήρθανε κι ακούνε λαθραία τον Στέλιο μέσα από τη θάλασσα. Σμήνη από πενιές περνάνε λοξά, ολοκάθαρες, κρυστάλλινες, θρυμματισμένες, και σβήνουν στο πέλαγος – ακούγονται κιόλας παραδίπλα βογκητά θαυμασμού. Κι άλλοι που με τα παράφωνα λαρύγγια τους συνοδεύουνε στριγκά αυτή την μπουκαδούρα που φτάνει στα αυτιά τους, στο είναι τους, στην ψυχή τους σαν ψαλμωδία μιας βαθιάς Μεγάλης Παρασκευής».
Τα χρόνια ξεθώριασαν το καλοκαιρινό όνειρο στο παραλιακό μέτωπο της Ανατολικής Θεσσαλονίκης. Οι ίδιες παραλίες παίρνουν κάθε χρόνο γαλάζιες σημαίες, νέες ταβέρνες και καφέ ανοίγουν σχεδόν κάθε σεζόν, όμως τώρα το καλοκαίρι εδώ φαίνεται να έχει μείνει πίσω στην ένδοξη εποχή των πλαζ και των ολόσωμων μπανιερών. Τώρα, εδώ εξαγνίζονται τα μπάνια του λαού, των ηλικιωμένων που είχαν αγοράσει παραθεριστικό σπίτι και πλέον μεγαλώνουν τα εγγόνια τους, των μεταναστών που ήρθαν να μείνουν εδώ τα τελευταία χρόνια και των πιτσιρικάδων που κάνουν το πρώτο μπάνιο μόνοι τους, κόβοντας ένα εισιτήριο στο αστικό και πληρώνοντας έναν καφέ. Όλοι αυτοί αγαπούν αληθινά την περιοχή κι αν είναι λίγο μπανάλ, ακόμη καλύτερα. Από εδώ αγναντεύουν τη Θεσσαλονίκη απέναντι, σαν να την κοιτούν μέσα από τη θάλασσα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου