Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2013

Εκεί ψηλά στη Ζηκόβιστα Της Σόνιας Ευθυμιάδου-Παπασταύρου

Γράφει: Η Σόνια Ευθυμιάδου-Παπασταύρου
                             Δασκάλα 
Εκεί ψηλά στη Ζηκόβιστα*
            Πρωί Σαββάτου της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού πήραμε το δρόμο για τα βουνά, ας είναι καλά ο φίλος μας ο Χρήστος που μας μίλησε πρώτος για τον προορισμό μας κι έσπειρε μέσα μας την επιθυμία να πάμε κι εμείς.
            «Η Ελλάδα είναι πνεύμα και στα υλικά της. Η Ελλάδα είναι τα ασκητικά βουνά με τα ευωδιασμένα χαμόκλαδα που έχουνε τη δροσιά ή τον ήλιο πάνω τους να λάμπουν σαν πολύτιμα πετράδια, χωρίς εκείνα τα πνιγερά δάση που μαυρίζουνε και καταπλακώνουνε τις βόρειες χώρες» έγραφε ο ελληνολάτρης Κόντογλου σ’ ένα κείμενο από το «Ευλογημένο καταφύγιο» που ποτέ δεν ξεχνάω και συνέχιζε λίγο πιο κάτω: «Τα βουνά μας είναι και κείνα σαν ζωντανά. Το ένα προβάλλει πίσ’ από τ’ άλλο σαν να σε κοιτάζουνε από μακριά. Άλλο στέκεται όρθιο σαν τσομπάνος και κοιτάζει κατά την Ανατολή(…), άλλο είναι ξαπλωμένο με το ραχάτι του(…), άλλο πάλι σαν να είναι καθισμένο και κουκουλωμένο με την κάπα του(…), άλλο έχει ένα σταχτωμένο κάστρο σαν κορόνα στην κεφαλή του(…), έτερο έχει ένα ρημοκλήσι στη γυμνή κορφή του μ’ ένα δεντράκι που το συντροφεύει στη μοναξιά του…

            Πάντοτε λάτρευα τα βουνά μας. Μάλλον επειδή σε μια λεκάνη ανάμεσα σε δυο βουνά βρίσκεται η πόλη όπου μεγάλωσα, η Φλώρινα, κι από το μπαλκόνι του πατρικού μου σπιτιού βουνό έβλεπα, που άλλοτε κιτρίνιζε, άλλοτε σαν να ξεραινόταν, άλλοτε βαφόταν καταπράσινο και μας προ(σ)καλούσε να το ανεβούμε και να το χαρούμε. Γι’ αυτό και δε θα ξεχάσω ποτέ εκείνον τον Άγγλο επιστήμονα που είχε ανακαλύψει η Μαριάννα Κορομηλά και μας τον παρουσίασε στην έξοχη εκπομπή της στο Πρώτο Πρόγραμμα, ο οποίος (Άγγλος) έκανε το εξής ξεχωριστό κάθε χρόνο:  όταν ερχόταν η εποχή που οι Βλάχοι έπαιρναν τα κοπάδια τους από τα χειμαδιά και τ’ ανέβαζαν περπατώντας ως πάνω στα βουνά, αυτός έπαιρνε την άδειά του, ερχόταν στην πατρίδα μας και πήγαινε μαζί τους. Θυμάμαι πως το συμπέρασμα εκείνης της εκπομπής ήταν: «Οι ώριμοι άνθρωποι στα βουνά θα στραφούν και τα βουνά θ’ αγαπήσουν».
            Εμείς, λοιπόν, όχι από ωριμότητα, αλλά από την επιθυμία μας να λειτουργηθούμε ακριβώς εκεί όπου μέχρι πριν από ελάχιστα χρόνια βρισκόταν ένα ρημοκλήσι, πήραμε τα βουνά αυτό το σαββατιάτικο πρωινό. Μόνο που τώρα αυτό το ρημοκλήσι κι αυτό το βουνό δεν είναι πια έρημα. Βλέπετε, δύο μοναχές, δύο κοπέλες στην αρχή, που σήμερα έχουν γίνει τρεις, αγάπησαν το μέρος και βάλθηκαν να το αναστήσουν. Κι απ’ ό,τι φαίνεται το έχουν καταφέρει.
            Το καταλάβαμε μόλις φτάσαμε από τα αρκετά αυτοκίνητα που φανέρωναν πως κι άλλοι είχαν κάνει τον κόπο ν’ ανέβουν ως εκεί. Έλαμπαν όλα από καθαριότητα και φροντίδα-αυτές οι ψυχές ούτε από τις αρκούδες που τις επισκέφτηκαν φοβήθηκαν ούτε από την κούραση πτοούνται. Και το ιστορικό μοναστήρι του Αγίου Αθανασίου στέκει δυνατό κι ακλόνητο μες στο βουνό  και περιμένει όποιον θελήσει να το επισκεφτεί για να ξεδιψάσει.
            «Τα βουνά θα μας σώσουν» έλεγε ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ο Δάσκαλος των σκλαβωμένων Ελλήνων, κι οι ερμηνευτές της προφητείας με τους αρματολούς και τους επαναστάτες που στα βουνά λημέριαζαν το συσχέτισαν. Είναι όμως αυτό μονάχα;
            Η Θεία Λειτουργία ήταν αιθέρια, εκστατική. Θες η παλαιότητα της μικρής εκκλησιάς, θες ο φωτισμός της μονάχα με το φως των πέντε απλών καντηλιών μπρος στο τέμπλο και των ενός-δυο απαραίτητων για τις ανάγκες της Λειτουργίας κεριών, θες οι καπνισμένες μορφές των ίδιων αγίων που έχουν γίνει μάρτυρες μαχών, πολεμικών συμβουλίων, πυρκαγιών, αλλά κι η αμέτρητη συγκατάβαση με την οποία μας κοιτούν από τη θέση του ο καθένας, θες οι γλυκές φωνές που έψαλλαν και διάβαζαν, όλα αυτά και σίγουρα κι άλλα έκαναν τη Θεία Λειτουργία πραγματικό μυστήριο. Μα πάνω απ’ όλα κάτι αληθινά σπάνιο που συνέβαινε στη συγκεκριμένη εκκλησία τη μέρα αυτή…
            Ο νέος σε ηλικία ιερέας δεν ήταν Έλληνας κι αυτό φαινόταν μονάχα από κάποιες λεπτομέρειες. Γιατί ο λειτουργός αυτός, έχοντας πλήρη συναίσθηση του ιερού του ρόλου, προσπαθούσε πάρα πολύ σε όλη τη διάρκεια της ακολουθίας. Ενώ δεν είχε μάθει τα ελληνικά σαν μητρική γλώσσα –αυτό το καταλαβαίνουμε εύκολα ειδικά εμείς οι δάσκαλοι-, όχι μόνο τα λάθη του ήταν ελάχιστα, αλλά κι ο ίδιος επανερχόταν σε κάθε λάθος του με τεράστια διακριτικότητα και το διόρθωνε στη στιγμή. Κι εγώ που αγαπώ τα λάθη των μαθητών μου γιατί αυτά μου δίνουν την ευκαιρία να τους οδηγήσω στο σωστό,  αυτό το ξεχωριστό πρωινό αγάπησα τα λάθη ακόμα περισσότερο. Γιατί διαισθάνθηκα –κι από τις παύσεις του- τον κόπο και το μόχθο του ιερέα να μάθει τα ελληνικά –όχι μονάχα αυτά που μιλάμε σήμερα, αλλά και τη γλώσσα της Θ. Λειτουργίας, που είναι πολύ δυσκολότερη- κι έβλεπα τη διαρκή κι επίμονη προσπάθεια που έκανε να τα πει ολόσωστα. Πιο σημαντικό δε κι από την προσπάθειά του να τα πει σωστά ήταν πως έδειχνε ότι τα καταλάβαινε όσα έλεγε. Για όλα αυτά ο Σέρβος –όπως μάθαμε αργότερα- ιερέας, που έζησε το Κόσοβο στη φριχτή ώρα του πολέμου κι έπειτα, πριν από οχτώ χρόνια, ήρθε στην Ελλάδα, πρώτα στον Άθωνα και τώρα τελευταία στη Μητρόπολη Σισανίου και Σιατίστης, που του άνοιξε την αγκαλιά της και τον δέχτηκε με πολλή αγάπη, κέρδισε αμέσως τις καρδιές όλων μας: για τα μικρά του λάθη, που πολλαπλασίαζαν την τρυφερότητα μέσα μας, για το απολυτίκιο της ημέρας που έψαλλε και στη δική του γλώσσα, αλλά προπαντός για εκείνο το «συγχωρέστε με» που είπε τουλάχιστον τρεις φορές από την Ωραία Πύλη και χτύπησε στο κέντρο την καρδιά μας, για τη χαμογελαστή μορφή του μετά το τέλος. Και για την επιλογή του να έρθει στη δική μας Πατρίδα και να την κάνει και πατρίδα δική του.
            Έλληνας είναι αυτός που μετέχει της ελληνικής παιδείας και της Ορθοδοξίας, πάει και τελείωσε. Το έχω ζήσει με τους «ξένους» μαθητές μου, που μου έδωσαν μεγάλες χαρές. Όπως τότε που μόνο η Μέγκη απ’ όλα τα παιδιά γνώριζε τη λέξη «ευγνωμοσύνη» και προσωπικά καθόλου τυχαίο δεν το θεώρησα. Κι επειδή κάποιος –χαρακτηρίστε τον εσείς- κάποτε με κατηγόρησε για τη χωρίς διακρίσεις αγάπη μου, το έψαξα λίγο παραπάνω και βεβαιώθηκα ότι ναι, αυτούς που, λόγω των δυσκολιών στη ζωή τους έχουν περισσότερη ανάγκη από βοήθεια κι αγάπη, αυτούς είναι που πρέπει να φροντίζουμε περισσότερο από τους άλλους στους οποίους η ζωή χαμογελάει πλατύτερα.
            Αυτό λοιπόν σημαίνει Ορθοδοξία: μια πλατιά αγκαλιά που τους χωράει όλους αδιακρίτως. Κι επίσης σημαίνει πιστή εφαρμογή του ευαγγελικού λόγου. Γι’ αυτό και εκτίμησα πολύ το γεγονός ότι ο επίσκοπος που βγήκε μπροστά και καταδίκασε τη ρατσιστική στάση ενός ολόκληρου κόμματος, που ούτε με το φως έχει σχέση ούτε με το αληθινό χρυσάφι, έκανε πράξη το λόγο του και κράτησε στην αγκαλιά της Μητρόπολής του τον πατέρα-Ησαΐα. Για να μας χαρίζει υπέροχες λειτουργίες, όπου το πνεύμα της Ορθοδοξίας παίρνει σάρκα και οστά. Και θριαμβεύει σε πείσμα των αντιλήψεων που δείχνουν πως επικρατούν, παρά το γεγονός πως πόρρω απέχουν από το φως που τ’ όνομά τους ευαγγελίζεται…


Στο φίλο μας Χρήστο Τσαγγόπουλο, που με πολλή αγάπη μας οδήγησε ψηλά εκεί στη Ζηκόβιστα. Με πολλές ευχαριστίες…

*Τις καταλήξεις -βίστα (VISTA), που στα λατινικά θα πει "θέα" και -ίστα τις συναντάμε σε πολλά ελληνικά χωριά, όπως Δοβίστα ( που θα πει Καλλιθέα), Προβίστα, Γαλάτιστα,...

Η νέα ονομασία της Ζηκόβιστας είναι Σπήλιος, αλλά η Μονή της είναι γνωστή με το παλιό όνομα του τόπου.


Σημ: Το κείμενο γράφτηκε πριν από τη δολοφονία του 34χρονου Παύλου από μέλος της Μαύρης Νύχτας στο Κερατσίνι· μετά το φριχτό αυτό γεγονός αφιερώνεται και στη δική του μνήμη, με την ευχή ο θάνατός του να μας κάνει όλους πιο συνετούς και πιο προσεχτικούς στις επιλογές μας.                                  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου