Κυριακή 8 Φεβρουαρίου 2015

Τελειώνει ο χρόνος για την κυβέρνηση Τσίπρα

Ο πολιτικός χρόνος επιταχύνεται, με τον πρωθυπουργό κ. Τσίπρα και τους συνεργάτες του να είναι υποχρεωμένοι να πάρουν κρίσιμες αποφάσεις σε διάστημα μερικών εβδομάδων. Ο ΣΥΡΙΖΑ έφτασε σε μία εντυπωσιακή εκλογική νίκη συνδυάζοντας τις εξωπραγματικές παροχές προς τους ψηφοφόρους με τις διαβεβαιώσεις προς τους Ευρωπαίους εταίρους και πιστωτές ότι θα σεβαστεί τους ευρωπαϊκούς κανόνες και δεν θα αμφισβητήσει τη συμμετοχή της Ελλάδας στην Ευρωζώνη.
του ευρωβουλευτή της ΝΔ Γιώργου Κύρτσου

 
Δημοσιονομικό χάσμα
Στην Ε.Ε. κυριαρχούν οι αριθμοί, με την έννοια ότι έχουν αναπτυχθεί συστήματα ελέγχου της δημοσιονομικής διαχείρισης και παρέμβασης, όταν αυτό κριθεί αναγκαίο, για τη χάραξη διορθωτικής πορείας. Οι κανόνες αυτοί ισχύουν για όλα τα κράτη-μέλη και ιδιαίτερα γι’ αυτά που έχουν ενταχθεί σε πρόγραμμα και στηρίζονται στα δάνεια των χωρών της Ευρωζώνης και του ευρωπαϊκού μηχανισμού.
Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου ο ΣΥΡΙΖΑ ενίσχυσε την πολυσυλλεκτικότητά του υποσχόμενος παροχές και μειώσεις φόρων –μέσω του λεγόμενου προγράμματος της Θεσσαλονίκης– συνολικού κόστους 11 δισ. ευρώ. Πρόκειται για ένα ποσό που πλησιάζει το 6% του ΑΕΠ και ανατρέπει τον μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό προγραμματισμό. Η Ελλάδα έχει αναλάβει την υποχρέωση επίτευξης θεαματικών πρωτογενών πλεονασμάτων για να αρχίσει σε πρώτη φάση να αποπληρώνει ένα μέρος των τόκων που αναλογούν στη διαχείριση του δημόσιου χρέους και στη συνέχεια να αρχίσει να εξοφλεί ένα μέρος από το κεφάλαιο. Σύμφωνα με το πρόγραμμα, το πρωτογενές πλεόνασμα θα φτάσει στο 1,5% του ΑΕΠ το 2014, θα κινηθεί πάνω από το 3% του ΑΕΠ το 2015 και στη συνέχεια θα σταθεροποιηθεί στο 4,5% του ΑΕΠ, ποσοστό που θεωρείται υπερβολικά υψηλό.
Η κυβέρνηση Σαμαρά υποστήριζε ότι είχε επιτύχει το στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος του 1,5% του ΑΕΠ για το 2014, αλλά δεν κατάφερε να πείσει τους πιστωτές για την προοπτική του πρωτογενούς πλεονάσματος. Οι τελευταίοι θεωρούν ότι πρέπει να υπάρξει δραστική μείωση του ασφαλιστικού, συνταξιοδοτικού ελλείμματος –το οποίο κινείται γύρω στα 14 δισ. ευρώ το χρόνο–, προκειμένου να διευκολυνθεί η δημοσιονομική διαχείριση και να υπάρξουν σταθερά και αυξανόμενα πρωτογενή πλεονάσματα. Η αδυναμία της κυβέρνησης Σαμαρά να ολοκληρώσει τα λεγόμενα διαρθρωτικά μέτρα, τα οποία συμπεριλαμβάνουν νέες μειώσεις στις επικουρικές συντάξεις, στα εφάπαξ, ενδεχομένως και στις κύριες συντάξεις, «πάγωσε» τις συζητήσεις για την αναδιάρθρωση του χρέους που είχε συμφωνηθεί τον Νοέμβριο του 2012.
 
Η πραγματική οικονομία
Η προκήρυξη πρόωρων εκλογών και η πολιτική και κοινωνική δυναμική που αναπτύχθηκε μεγάλωσαν τις δυσλειτουργίες της πραγματικής οικονομίας. Πολλοί φορολογούμενοι δεν εκπλήρωσαν τις υποχρεώσεις τους προς το Δημόσιο, ακολουθώντας τη «γραμμή» ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος πήγε στις εκλογές με βασικό αίτημα το «κούρεμα» του χρέους του ελληνικού Δημοσίου τουλάχιστον κατά 50%. Από τη στιγμή που η μεγαλύτερη πολιτική δύναμη προσχώρησε, έστω προσωρινά, στο κίνημα του «Δεν πληρώνω», αυξήθηκαν θεαματικά οι φορολογούμενοι και οι ασφαλισμένοι οι οποίοι για αντικειμενικούς ή υποκειμενικούς λόγους απέφυγαν να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους. Επιπλέον, το κλίμα οικονομικής και επιχειρηματικής αστάθειας που δημιουργήθηκε επηρέασε αρνητικά τη συμπεριφορά των καταναλωτών και των επενδυτών, ενώ το κόστος δανεισμού του Δημοσίου και των επιχειρήσεων άρχισε να αυξάνεται με ανησυχητικό ρυθμό.
Η πρόγνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας με ρυθμό 2,9% το 2015 αρχίζει να μοιάζει με οικονομικό όραμα. Το πιθανότερο είναι ότι δεν θα επιτύχουμε τη δυναμική ανάπτυξη το 2015, με αποτέλεσμα να γίνει ακόμη πιο δύσκολη η δημοσιονομική διαχείριση και να μεγαλώσουν οι «μαύρες τρύπες» που πρέπει να καλυφθούν.
Ο νέος υπουργός Οικονομικών κ. Βαρουφάκης προετοιμάζει ήδη το έδαφος για την εγκατάλειψη βασικών δημοσιονομικών στόχων. Υποστηρίζει κατά τις συναντήσεις με τους Ευρωπαίους ομολόγους του ότι η ελληνική οικονομία δεν μπορεί να επιτύχει πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 4,5% του ΑΕΠ και οι εταίροι και πιστωτές μας θα πρέπει να συμβιβαστούν με πλεονάσματα της τάξης του 1,5% του ΑΕΠ. Η διαφορά σε ετήσια βάση είναι της τάξης των 5,5 έως 6 δισ. ευρώ.
Το χειρότερο είναι ότι η αρνητική δυναμική που αναπτύσσεται στην πραγματική οικονομία, σε συνδυασμό με τις προεκλογικές δεσμεύσεις του ΣΥΡΙΖΑ, οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε σημαντικό δημοσιονομικό έλλειμμα. Γι’ αυτό άλλωστε ο πρωθυπουργός κ. Τσίπρας αναφέρεται στις ομιλίες του σε μελλοντικούς ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, παραλείποντας, στις περισσότερες περιπτώσεις, το πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 1,5% του ΑΕΠ στο οποίο αναφέρεται ο κ. Βαρουφάκης.
Σε μια Ε.Ε. όπου οι μηχανισμοί επιτήρησης και παρέμβασης ασχολούνται με αποκλίσεις στους κρατικούς προϋπολογισμούς της τάξης του 0,2% ή 0,3% του ΑΕΠ, οι αποκλίσεις που παρατηρούνται στην ελληνική δημοσιονομική διαχείριση προκαλούν σοκ και δέος. Οι αρμόδιοι γραφειοκράτες δεν μπορούν να τις διαχειριστούν, ενώ οι πολιτικοί προϊστάμενοί τους θεωρούν αδιανόητο να επιβαρυνθούν οι κυβερνήσεις της Ευρωζώνης και διά μέσου αυτών οι Ευρωπαίοι φορολογούμενοι για να καλυφθούν δημοσιονομικές διαφορές οι οποίες, στην περίπτωση της Ελλάδας, μπορεί να φτάνουν σε ετήσια βάση το 6%, το 7% ή και το 8% του ΑΕΠ.
 
Απροετοίμαστη η νέα κυβέρνηση
Ο τρόπος λειτουργίας της Ε.Ε. στο πλαίσιο της ΟΝΕ είναι γνωστός στους ευρωβουλευτές και στα στελέχη του οικονομικού επιτελείου του ΣΥΡΙΖΑ. Προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι οι κορυφαίοι της νέας κυβέρνησης δεν είχαν κάνει τη στοιχειώδη προετοιμασία για να γεφυρώσουν το δημοσιονομικό χάσμα που μας χωρίζει από τους Ευρωπαίους εταίρους και πιστωτές ή τουλάχιστον να αρχίσουν ένα διάλογο που θα στηρίζεται στη διατύπωση συγκεκριμένων προτάσεων από την πλευρά της κυβέρνησης Τσίπρα.
Σε όλη τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ απέφυγε να γίνει συγκεκριμένη στα οικονομικά, δημοσιονομικά θέματα. Πήρα συγκεκριμένες πρωτοβουλίες για να τη διευκολύνω να αναπτύξει τον σχετικό προβληματισμό. Πρότεινα, μεταξύ των άλλων, έναν εθνικό διάλογο που θα έχει στόχο προγραμματισμένες μειώσεις των συντάξεων των λεγόμενων «ρετιρέ», προκειμένου να διευκολυνθούμε στην προσπάθεια μείωσης του ασφαλιστικού, συνταξιοδοτικού ελλείμματος, που θεωρείται από τους Ευρωπαίους εταίρους αναγκαία προϋπόθεση για να περάσουμε στην αναδιάρθρωση του χρέους και στην ανάλογη μείωση των ετήσιων τοκοχρεολυσίων. Μια άλλη πρότασή μου, που άφησε ασυγκίνητο το οικονομικό επιτελείο του ΣΥΡΙΖΑ, είναι η επίτευξη της προγραμματισμένης μείωσης του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων κατά 15.000 με έναν διαφορετικό τρόπο, που δεν θα προκαλέσει κοινωνικές αντιδράσεις. Όπως χαρακτηριστικά είπα, ας συνδυάσουμε την επαναπρόσληψη των απολυθέντων καθαριστριών με την απόλυση εκατοντάδων υπαλλήλων της Βουλής, ο αριθμός των οποίων διπλασιάστηκε στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας και οι περισσότεροι από τους οποίους είναι συγγενείς και φίλοι πρώην και νυν βουλευτών. Θα στέλναμε με αυτό τον τρόπο ένα μήνυμα δημοσιονομικής συνέπειας και προσαρμογής στα συμφωνηθέντα χωρίς να υπάρξουν κοινωνικές αντιδράσεις.
Το πρόβλημα με τον ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι δεν προσεγγίζει τα οικονομικά, δημοσιονομικά ζητήματα από μια αριστερή οπτική γωνία –οπότε θα μπορούσαν να υπάρξουν οι σχετικές πρωτοβουλίες– αλλά στη βάση του παραδοσιακού λαϊκισμού. Να επαναπροσληφθούν οι απολυθέντες, να προσλάβουμε κι άλλους δημοσίους υπαλλήλους, να αυξήσουμε τον κατώτατο μισθό και τις χαμηλές συντάξεις, να τα πάρουν και τα «ρετιρέ» του συστήματος, από τους δικαστικούς μέχρι τους εργαζόμενους στις ΔΕΚΟ, να συνεχιστεί το διαχειριστικό πάρτι παρά την ουσιαστική χρεοκοπία του Δημοσίου και το γεγονός ότι η συνέχιση αυτής της πολιτικής πρέπει να χρηματοδοτηθεί από τους Ευρωπαίους φορολογούμενους.
 
Η παρέμβαση του Μάριο Ντράγκι
Όπως θα περίμενε κανείς, η υπερβολικά χαλαρή προσέγγιση της νέας ελληνικής κυβέρνησης προκάλεσε την παρέμβαση του προέδρου της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι. Ο κ. Ντράγκι προσπαθεί να συνδυάσει τη νομισματική χαλάρωση, την οποία εφαρμόζει με αποφασιστικό τρόπο, με την προώθηση των διαρθρωτικών αλλαγών που πρέπει να κάνουν οι κυβερνήσεις για να γίνει η ευρωπαϊκή οικονομία περισσότερο ανταγωνιστική και να αντέξει τις πιέσεις που δέχεται από τις ΗΠΑ και τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας.
Στις τακτικές παρεμβάσεις του στην Επιτροπή Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, στην οποία συμμετέχω, τονίζει ότι η χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής δεν μπορεί να λύσει από μόνη της το πρόβλημα της ενίσχυσης της διεθνούς ανταγωνιστικότητας και της ανάπτυξης της ευρωπαϊκής οικονομίας και πως οι κυβερνήσεις των κρατών-μελών θα πρέπει να αναπτύξουν σχετικές πρωτοβουλίες.
Με τη μέθοδο που ακολουθεί ο κ. Ντράγκι, έχει μειωθεί δραστικά το κόστος δανεισμού των κρατών της λεγόμενης ευρωπαϊκής περιφέρειας και έχει διολισθήσει η ισοτιμία του ευρώ έναντι του δολαρίου ΗΠΑ. Η εμφάνιση μιας κυβέρνησης η οποία δεν δέχεται την πειθαρχία του συστήματος μπορεί να δημιουργήσει συστημική αστάθεια και να υπονομεύσει την προσπάθεια του κ. Ντράγκι, ο οποίος αντιμετωπίζει και αρκετές ενστάσεις από την πλευρά των κεντρικών τραπεζιτών και της κυβέρνησης της Γερμανίας.
Οι δηλώσεις του νέου υπουργού Οικονομικών κ. Βαρουφάκη, σύμφωνα με τις οποίες η Ελλάδα δεν επιθυμεί να ολοκληρώσει το πρόγραμμα στο οποίο έχει ενταχθεί ή να δεσμευτεί σε οποιοδήποτε άλλο μεταβατικό πρόγραμμα, προκάλεσαν την αρνητική αντίδραση της ΕΚΤ. Σαν να μην έφτανε αυτό, ο κ. Βαρουφάκης εμφάνισε ένα σχέδιο κάλυψης του χρηματοδοτικού κενού μέχρι τον Μάιο-Ιούνιο με βραχυπρόθεσμο δανεισμό του ελληνικού Δημοσίου πολύ πέρα από τα όρια που έχει θέσει η ΕΚΤ, ενώ η διάθεση τρίμηνων εντόκων γραμματίων του Δημοσίου στις αγορές, την περασμένη Τετάρτη, συνοδεύτηκε από ανησυχητική αύξηση του επιτοκίου και από την πλήρη αδιαφορία του διεθνούς και εγχώριου τραπεζικού συστήματος.
Δεν είναι περίεργο, λοιπόν, που ο Μάριο Ντράγκι αποφάσισε να κινηθεί για να αποκαταστήσει την πειθαρχία του συστήματος. Με την απόφαση που πήρε η ΕΚΤ το βράδυ της περασμένης Τετάρτης οι τίτλοι του ελληνικού Δημοσίου δεν γίνονται δεκτοί ως ενέχυρα από την ΕΚΤ και έτσι εμποδίζεται η αναχρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών, που θα συμβάλουν στην κάλυψη των αναγκών βραχυπρόθεσμου ή μεσομακροπρόθεσμου δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου.
Ουσιαστικά ο πρόεδρος της ΕΚΤ καλεί την ελληνική κυβέρνηση να ενταχθεί σε πρόγραμμα προσαρμογής για να μην περιοριστεί κι άλλο η χρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών από την ΕΚΤ. Πρέπει να σημειωθεί ότι η Ε.Ε. έχει συμπληρώσει την ΟΝΕ με την τραπεζική ένωση και υπάρχει πλέον κεντρική εποπτεία των 120 σημαντικότερων ευρωπαϊκών τραπεζών, μεταξύ των οποίων οι τέσσερις ελληνικές συστημικές τράπεζες. Στο πλαίσιο που έχει δημιουργηθεί, η παρέμβαση της ΕΚΤ δεν είναι αποτέλεσμα επιλογής του επικεφαλής της αλλά θεσμική της υποχρέωση.
 
Κρίσιμες εβδομάδες
Με την πρωτοβουλία που πήρε, ο κ. Ντράγκι ακύρωσε τον πολιτικό σχεδιασμό της κυβέρνησης Τσίπρα, η οποία ήθελε να αναβάλει τις κρίσιμες αποφάσεις –υπέρ ή κατά της ευρωπαϊκής προσαρμογής– μέχρι τον Μάιο ή τον Ιούνιο, οπότε θα είχε σταθεροποιηθεί στην εξουσία και θα είχαν ξεχαστεί, ως ένα βαθμό, οι προεκλογικές της δεσμεύσεις.
Τώρα η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να πάρει αποφάσεις στρατηγικής σημασίας το αργότερο μέχρι τα τέλη Φεβρουαρίου, οπότε λήγει το ισχύον πρόγραμμα. Η επιτάχυνση του πολιτικού χρόνου δημιουργεί σοβαρές δυσκολίες στη νέα κυβέρνηση, εφόσον θα πρέπει να αποφασίσει σε διάστημα λίγων εβδομάδων εάν θα ξεχάσει το μεγαλύτερο μέρος των προεκλογικών της υποσχέσεων, για να κινηθεί στη συνέχεια σύμφωνα με τους ευρωπαϊκούς κανόνες και το πρόγραμμα προσαρμογής, ή εάν θα επιλέξει τη ρήξη με τους Ευρωπαίους εταίρους και πιστωτές, αυξάνοντας τον κίνδυνο του Grexit.
Το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πήγε στις εκλογές υιοθετώντας την πλατφόρμα της αριστερής πτέρυγάς του και στη συνέχεια σχημάτισε κυβέρνηση με τους δυναμικά αντιμνημονιακούς ΑΝΕΛ περιορίζει τις πιθανότητες της γρήγορης πολιτικής στροφής σε ευρωπαϊκή κατεύθυνση. Από την άλλη πλευρά, οι οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες μιας ρήξης με τους Ευρωπαίους εταίρους και πιστωτές είναι τεράστιες και μπορεί να οδηγήσουν στην αποσταθεροποίηση της κυβέρνησης και του ίδιου του πολιτικού συστήματος.
 
[Free Sunday, τεύχος 309

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου