Κυριακή 22 Φεβρουαρίου 2015

TΑ ΑΓΚΑΘΙΑ, του Γιάννη Χρ. Ουζούνη

Η ιστορία του αγαπητού Ιωάννη, είναι αληθινή που βασίζεται σε πραγματικά πρόσωπα και γεγονότα.  
'Ολη την  περίοδο της Αποκριάς, μικροί και μεγάλοι είχαμε τα μάτια μας δεκατέσσερα φυλάγοντας το "πολύτιμο" υλικό σε αυλές, αχούρια, αποθήκες και στο συγκεκριμένο μαχαλά σε λάκκο! Το θεωρούσαμε ντροπή και υποτιμητικό να μας "κλέβουν" τα αγκάθια, που για όλους μας ήταν ένας "θησαυρός"! 
 Το έθιμο συνεχίζεται στις μέρες μας με μικρότερη ένταση και ζήλο. Αντιθέτως, παρατηρούνται κατά την άποψή μου, ανεξήγητες δολιοφθορές, καταπατώντας κάποιες γειτονιές το εθιμικό δίκαιο! 
Το έθιμο αναφέρει κλέψιμο των αγκαθιών και ΟΧΙ, πρόωρο άναμμα!
 Σαμποτάζ...
Και για του λόγου το αληθές, τα ξημερώματα άγνωστοι "μπουρλοτιέρηδες" κάψαν πρόωρα τη "στημένη" από χθές παλια-πούλια στο μαχαλά "Νέα συνοικία", πίσω από το σχολείο μου, "πιάνοντας" τα παιδιά που τη φύλαγαν κυριολεκτικά στον ύπνο! Για τα αίτια της φωτιάς διενεργεί προανάκριση η πυροσβεστική υπηρεσία Άργους Ορεστικού, δυνάμεις της οποίας - μέσα στα άγρια μεσάνυχτα - έσπευσαν άμεσα να τη σβήσουν! 
Πάντως, πρωί-πρωί μικροί και μεγάλοι της άτυχης γειτονιάς, πήραν τα όρη και τα βουνά για να μαζέψουν και πάλι τα υλικά, ώστε το βράδυ να είναι έτοιμη η παλια-πούλια τους.  
Τώρα που το μνημόνιο έγινε "διευθέτηση" και η τρόικα "θεσμοί"
Εύχομαι σε μικρούς και μεγάλους ΚΑΛΗ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ!
Λεωνίδας Ι. Οικονομίδης

Τα αγκάθια
Πηγή: Τοπική εφημερίδα "Η ΟΡΕΣΤΙΣ"
Αφήγηση: Γιάννης Χρ. Ουζούνης


Ιωάννη, ευτυχώς, που ο Σάββας άντεχε το "ξύλο". Οι υπόλοιποι θα αντέχατε;
Είχαμε μπει στην τελευταία εβδομάδα πριν από τις Αποκριές. Λίγες μέρες πριν από τις παλιαπούλιες. Και, μεις, πιτσιρικάδες τότε, πιστοί ταγοί των παραδόσεων, φυλάγαμε τα αγκάθια. Τα αγκάθια μας, που με τόσο κόπο είχαμε μαζέψει. Ο κίνδυνος να μας τα κλέψουν πάντα υπήρχε. Το κλέψιμο των αγκαθιών, την εποχή εκείνη, ήταν ένας άγραφος νόμος. Η συμμετοχή όλων μας ήταν καθολική. Κάθε βράδυ είχαμε σύναξη, παρά τις αντιρρήσεις των γονιών μας. Έτσι και τη νυχτιά εκείνη. Όλοι παρόντες. Η ώρα περνούσε. Όλα κυλούσαν ήσυχα. «Επιδρομείς» δεν φαίνονταν. Ξαφνικά ρίχτηκε η ιδέα. Να πάμε εμείς να κλέψουμε αγκάθια. Η ιδέα μας φάνηκε καλή. Κανένας δεν αντέδρασε. Να πάμε. Πού όμως; Όλοι τα φύλαγαν. Κι αν μας αντιληφθούν; Κι αν μας πιάσουν; Τελικά, αποφασίσαμε να πάμε να πάρουμε τα αγκάθια, που ήταν στοιβαγμένα σε έναν λάκκο, λίγο πριν τα νεκροταφεία. Τα είχαμε εντοπισμένα. Ήταν πολλά και αν δεν τα φύλαγαν ήταν εύκολη δουλειά.
Ξεκινήσαμε τέσσερα άτομα. Οι υπόλοιποι μείνανε να φυλάγουν τα δικά μας. Αφού κατηφορίσαμε τον «καπετάνιο», βρεθήκαμε μπροστά στο λάκκο με τα αγκάθια. Απόλυτη ησυχία επικρατούσε. Ψυχή πουθενά. Το φως που υπήρχε σε έναν στύλο, μας χαλούσε κάπως τα σχέδια. Όμως να γυρίσουμε άπρακτοι, χωρίς να πάρουμε αγκάθια, ούτε σκέψη. Κάναμε καταμερισμό της δουλειάς.
Ο Δημήτρης θα φύλαγε τσίλιες. Ο Θύμιος και ο Σάββας θα έμπαιναν στο λάκκο για να βγάλουν τα αγκάθια κι εγώ θα τα τραβούσα επάνω. Έτσι και έγινε. Η δουλειά προχωρούσε κανονικά. Τα αγκάθια τα βγάζαμε εύκολα. Η αλάνα άρχισε να γεμίζει. Τι εύκολα που ήταν! Όμως ο διάολος πολλά ποδάρια έχει. Ένας νεαρός ξεπόρτισε. Και μόλις αντίκρισε αυτό που γινόταν, άρχισε να φωνάζει. Να ουρλιάζει. Μας κλέβουν τ’ αγκάθια! Μας κλέβουν τ’ αγκάθια! Τα πόδια μας «κόπηκαν». Κρύος ιδρώτας μας έλουσε. Ο κίνδυνος ξυλοφορτώματος διαγραφόταν άμεσος. Παρά την αρχική σαστιμάρα, μ’ έκοψε να το «βάλω» στα πόδια. Άρχισα να τρέχω, μπήκα σ’ ένα διπλανό μπαχτσέ κι αφού προχώρησα αρκετά, σταμάτησα να αφουγκραστώ. Σε λίγο, να και ο Θύμιος. Έτρεμε. Δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Ήταν κυριολεκτικά «φριξωμένος». Και πώς να μην ήταν; Τρέχοντας, από τη σαστιμάρα του μπήκε μέσα στα νεκροταφεία! Φόβος από το κυνηγητό, τρομάρα και φρίξη από τα νεκροταφεία, έγινε σωστό ράκος.
Αρχίσαμε πάλι να τρέχουμε. Μετά από αρκετή ώρα, φτάσαμε στη «βάση» μας. Εκεί είχαν μάθει τα μαντάτα. Ο Δημήτρης είχε φτάσει πριν από εμάς. Κι ο Σάββας; Πού ήταν ο Σάββας; Τι έπαθε; Γιατί δεν γύρισε ακόμη; Κατά βάθος όλοι ξέραμε και πού ήταν και γιατί δεν γύρισε ακόμη και τι πιθανόν να έπαθε. Σε λίγο να και ο Σάββας. Ο φίλος μας ήταν για λύπηση. Έκλαιγε ασταμάτητα με λυγμούς και με πικρό παράπονο έλεγε:
Γιατί φύγατε; Γιατί μ’ αφήσατε μόνο; Η αλήθεια είναι, ότι στα δικαιολογημένα αυτά ερωτήματα, δεν είχαμε απαντήσεις.
Τι είχε συμβεί; Απλούστατα ο Σάββας δεν πρόλαβε να βγει από το λάκκο(που αποδείχτηκε «λάκκος λεόντων») κι έτσι «έφαγε» της χρονιάς του.
Έτσι άδοξα τέλειωσε «η επιχείρηση».
Το κλέψιμο των αγκαθιών έμεινε όνειρο απατηλό και με δυσάρεστες συνέπειες μάλιστα.

Κι όμως είχαμε φτάσει τόσο κοντά στην επιτυχία!!!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου