Σάββατο 9 Μαΐου 2015

«Στη Μάνα του… Γιάννη»

Γράφει, η Δέσποινα Σπυροπούλου
   Δασκάλα Τμήματος Ένταξης
Ο λόγος στερεύει, τα συναισθήματα κυλούν καυτά και τον πνίγουν, γίνονται ποτάμι ορμητικό που στο διάβα του σαρώνει…
«Την πλάση αδειάστε! Φέρνω τη μητέρα μου,
σ’ όλα τα κύτταρά μου επάνω ξαπλωμένη!»,
γράφει ο Νικηφόρος Βρεττάκος και αποδίδει με μοναδικό, απλό και απόλυτα αληθινό τρόπο τη μοναδική ταύτιση στη φύση και τη ζωή, την ταύτιση της Μάνας και του Παιδιού…
Χρόνια πολλά απέραντη Μάνα, Μητέρα, Μανούλα, Μαμά!
Σε ποια να πρωτοευχηθώ; Στην Πλατυτέρα των Ουρανών και το θρηνητικό «Ω, γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον…», στην υποβαθμισμένη, «υπάνθρωπο», έρμαιο της θηλυκής της υπόστασης και φύσης, στη Σπαρτιάτισσα Μάνα με το σπαρακτικό δίλημμα «ή ταν ή επί τας», στη Μάνα του πόνου, της φτώχειας, της κακοποίησης, της ανέχειας, της εξαθλίωσης, στη Μάνα της θυσίας, στη Μάνα της Κύπρου, του Νεπάλ, της Συρίας, στη Μητέρα θύμα του πολέμου και της τρομοκρατίας, στη Μάνα της υποταγής σε αρρωστημένες και έτερες απάνθρωπες επιθυμίες, στη Μάνα των υποχρεώσεων, των στερήσεων, των αδικιών, στη Μάνα «χωρίς αύριο», σ’ Αυτήν που δεν θέλει το ξημέρωμα να ‘ρθει, στη Μάνα του Πόντου, που βάδισε αγέρωχη το δρόμο χωρίς επιστροφή, το δρόμο του θρήνου και της απώλειας, το δρόμο της προσφυγιάς…

«…Μέσα απ’ την κλειστή γρίλια είδαμε το δακρυσμένο βλέμμα του, καθώς το σήκωσε κατά τα παραθύρια μας. Η Μάνα έκρυψε το πρόσωπο στις χούφτες της κι έκλαιγε. Ύστερα σήκωσε απ΄ την κούνια το μικρό, έφτιαξε έναν μπόγο και, μόλις έγινε ησυχία, με πήρε και φύγαμε. Τοίχο με τοίχο, πόρτα με πόρτα, φτάσαμε με μύριες προφυλάξεις στην κρυψώνα του νεκροταφείου – φτιαγμένη για τέτοιες ώρες.
Μόλις βρεθήκαμε στη μισοσκότεινη υγρή κατακόμβη, που είχε για είσοδο έναν οικογενειακό τάφο, είδαμε πολύν κόσμο γονατισμένο να προσεύχεται σιγανά. Κανείς δε μιλούσε, κανείς δεν ανάσαινε. Μας κάνανε λίγη θέση να σταθούμε. Το μωρό μας βογκούσε πονεμένα και σε λίγο άρχισε να κλαίει δυνατά. Η μάνα μου το κουνούσε, του ‘δωσε να πιπιλά το άδειο στήθος της, του φιλούσε τα ματάκια, το μέτωπο, τα μαλλιά, του ‘βαλε το μάλλινο σάλι της στην κοιλίτσα του, του ‘τριβε τα ποδαράκια να ζεσταθούνε. «Σπλάχνο μου! Καρδούλα μου, παιδί μου!», του ‘λεγε και κοιτούσε ολόγυρα τον εξαγριωμένο κόσμο σα να ζητούσε βοήθεια. «Θα προδοθούμε για ένα μωρό!», φώναζαν μερικοί. «Αφιόνι, δεν έχει κανείς αφιόνι, να το ποτίσουμε;».
 Ύστερα ακούστηκε μια σιγανή βραχνή φωνή: «Πνίξτε το, μωρέ! Πνίξτε το, ογλήγορα! Τι περιμένετε;»
Η μάνα πισωπατώντας τρομαγμένη πήγε και κόλλησε στον τοίχο. Τα μάτια της γούρλωσαν, έγιναν τρομερά. Έσφιξε το παιδί στο στήθος της, το σκέπασε με την κουβέρτα. Μα κείνο σπαρταρούσε, κλοτσούσε, τσίριζε. Τότες… πολλά μαζί χέρια απλωθήκανε να τ’ αρπάξουνε.
Μια γερόντισσα στα γρήγορα σκέπασε το κεφάλι του μ’ ένα μαξιλάρι. «Σφίχτο, άμοιρη, είπε στη μάνα, σφίχτο δυνατά να μην ακούγεται το κλάμα. Πιο δυνατά. Ακόμα! Ακόμα! Ακόμα. Να… ε..έτσι!». Άπλωσε το δικό της χέρι στο παιδί κι όταν τ’ αποτράβηξε, το κλάμα του μωρού σταμάτησε για πάντα.

         Της μάνας τα γόνατα λύγισαν. Κατρακύλησε χάμω, έσφιξε τρυφερά στα δυο της χέρια το σκεπασμένο μωρό και του ‘λεγε ψιθυριστά: «Μην ξανακλάψεις, τζιέρι μου, μη καλό μου παιδάκι! Θα μας σκοτώσουνε…». (Διδώ Σωτηρίου, «Ματωμένα χώματα»)

          …ή στη «Μάνα του Γιάννη»…;
«Κατέβηκε από το τραπέζι η μάνα, παραλίγο να της πιαστεί η ρόμπα σ’ ένα καρφί.
-Δεν είναι κανείς εδώ; είπε δυνατά ένας απ’ τους πολλούς.
-Εγώ, αποκρίθηκε η μάνα.
Τότε την περικυκλώσανε.
-Είμαστε δημοσιογράφοι, είπε ένας.
-Ήρθαμε για τα θύματα της Καλογρέζας, είπε ο άλλος.
-Του λόγου σου τι είσαι; Ρώτησε ένας τρίτος.
-Εγώ; Η μάνα τους.
-Καλά, παιδιά σου είναι όλοι τους; Ρώτησε ο πρώτος.
-Και οι τέσσερις;
-Παιδιά μου, απάντησε αποφασιστικά η μάνα.
Οι δημοσιογράφοι γράφανε, γράφανε όλο γράφανε:
«Πρωτοφανής τραγωδία. Μήτηρ απώλεσε και τα τέσσερα παιδιά της».
-Τα ονόματά τους; Ρώτησε ένας από τους πολλούς.
Μάζεψε το σάλι της, πήγε στον πρώτο από τους τέσσερις και τον κοίταξε καλά στα μάτια.
Γιάννης μου, είπε.
Πήγε στον δεύτερο και του χάιδεψε το μέτωπο.
Γιάννης μου, είπε.
Ύστερα πήγε στον τρίτο και του σήκωσε το δεξί χέρι που είχε γλιστρήσει.
Γιάννης μου, είπε.
Και στον τέταρτο πήγε και του έστρωσε τα μαλλιά, που του είχανε πέσει χαμηλά, στα μάτια.
Γιάννης μου.                                (Αντώνης Σαμαράκης, «Διαβατήριο»)

          Στη Μάνα του Γιάννη θα ευχηθώ, σ’ Αυτήν που περιποιήθηκε με την ίδια τρυφερότητα και αγάπη και τα τέσσερα νεκρά παιδιά… και ποτέ κανείς δεν μπόρεσε να καταλάβει ποιος ήταν ο… «Γιάννης της»…

Χρόνια πολλά απέραντη «του Γιάννη Μάνα», χρόνια πολλά Μάνα με τα παιδιά του κόσμου στο μυαλό και την καρδιά σου!!!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου