Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2015

Για πέντε μέρες, η "καρδιά" της Δυτικής Μακεδονίας χτυπά στο Άργος Ορεστικό!

Η Εμποροπανήγυρη Άργους Ορεστικού: Ένας θεσμός αιώνων, που στηρίζεται από την τοπική κοινωνία παρά τις αντιδράσεις των τοπικών εμπορικών συλλόγων...

Η κύρια είσοδος, με το ιερό Ναό Αγίου Νεκταρίου στο βάθος

Φωτογράφιση: Φωτο PAOLO


Σήμερα Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου, ανοίγει επίσημα τις πύλες της η ετήσια εμποροπανήγυρις Άργους Ορεστικού και θα διαρκέσει έως και την Τρίτη 29 του μήνα.

Είσοδος από το '"Ντουλτσό"

Φωτο PAOLO
Φωτο PAOLO
Το Αργίτικο πανηγύρι έχει ιστορία 5 αιώνων  αποτελώντας για την πλειονότητα των κατοίκων του Νομού μας, αλλά και της ευρύτερης περιοχής της Δυτικής Μακεδονίας, ένα ιστορικό και κυρίως οικονομικό γεγονός.

Εδώ και δεκαετίες, είθισται την τελευταία μέρα του πανηγυριού, τα σχολεία του Άργους Ορεστικού να μην λειτουργούν με απόφαση των άλλοτε Νομαρχών και από το 2010 με απόφαση του Δημάρχου. 
Οι Διευθυντές Α/θμιας και Β/θμιας Εκπαίδευσης Καστοριάς, τα τελευταία τρία χρόνια, δεν αποδέχονται (;) το "ισχυρό" εθιμικό δίκαιο, που αφορά τη συγκεκριμένη απόφαση του Δημάρχου Άργους Ορεστικού, ερχόμενοι μάλιστα σε "ρήξη" μαζί του και κατ' επέκταση με ολόκληρη την τοπική κοινωνία. 
Αυτήν τους, όμως, την "ευαισθησία" στη "νομιμότητα", δεν την επιδεικνύουν - και καλώς πράττουν - σε ανάλογες περιπτώσεις, που αφορούν τη γειτονική Καστοριά (π.χ. Καρναβάλι 8 και ενίοτε 9 του Γενάρη), προκαλώντας με τη στάση τους την κοινή γνώμη.
Τα τελευταία δύο χρόνια οι γονείς, πιστοί στις παραδόσεις και τα τοπικά έθιμα, θεματοφύλακες του εθιμικού δικαίου, δεν στέλνουν τα παιδιά τους στα σχολεία τη συγκεκριμένη μέρα, στηρίζοντας έμπρακτα την απόφαση του Δημάρχου τους.
Εύχομαι σε όλους μας καλά πανηγύρια!
Φωτο PAOLO  Η χαρά των παιδιών. Το Λούνα Παρκ  αναβαθμισμένο  φέτος, όπως και  οι εγκαταστάσεις της εμποροπανήγυρης

Τη λαμπρότητα και τη γοητεία του αργίτικου πανηγυριού απόλυτα ερμηνεύει ο εύστοχος και γλαφυρός κάλαμος του Νίκου Μέρτζου. Στα 1979 ο διαπρεπής βορειολλαδίτης δημοσιογράφος, εκ Νυμφαίου ορμώμενος, επισκέφθηκε το πανηγύρι του Άργους και τις εντυπώσεις του μετέφερε στο ακόλουθο χρονογράφημά του.
Από το βιβλίο "ΑΡΓΟΣ, ΠΟΛΗ ΟΡΕΣΤΙΔΑΣ", που εκδόθηκε από το Μορφωτικό Σύλλογο Άργους Ορεστικού "Η ΟΡΕΣΤΙΣ". 


«Είχαν κατέβει όλοι, με τα καλά τους, στο λαϊκό πανηγύρι και ήταν τρυφερή η τελευταία νύχτα του Σεπτεμβρίου στη Χρούπιστα. Κάτω από τις τέντες λάμπαν τα φώτα, βαθειά στο σκοτάδι γύριζε με όλα τα λαμπιόνια της αναμμένα η μεγάλη ρόδα του τσίρκου και τα χρώματα έρρεαν πάνω στα χαρωπά πρόσωπα, χιλιάδες πρόσωπα, ποτάμι. Η τσίκνα από τα ψημένα κρέατα ανέβαινε γαλάζια στον έναστρον ουρανό και πλανιόταν στην άγρυπνη πολιτεία. Ήταν το πανηγύρι.
     Τεράστιες τέντες, με πάνινους θόλους, ανοίγανε μυθικούς θησαυρούς στο λαϊκό μάτι. Κιλίμια και φλοκάτες πολύχρωμες, κεντημένα πουλιά και νεράιδες, μάλλινα στρωσίδια και τομάρια από κατσίκια, νήπια πρόβατα και αγριογούρουνα απλώνονταν στο τσαρσί και τα πασπάτευαν οι γυναίκες, τα ξεδίπλωναν στο φως, τα μετρούσαν, τα παζάρευαν. Παρέκει ξυλόγλυπτα από την Ήπειρο. Χαβάνια και ρόκες, γκλίτσες και κουτάλια με τον Αη-Γιώργη καβαλάρη σκαλισμένο ψηλά, σαΐτες και φλασκιά, δεμένα καλά, από φλαμούρι να κρατούν το νερό δροσερό και να το ευωδιάζουν. Πιατικά με χρυσαφένια στολίδια, γαλάζιες μπορντούρες, κάθε λογής. Και έπειτα, παιχνίδια, μαχαίρια, εργαλεία για την δουλειά στο χωράφι, στο σπίτι, στις μηχανές. Βιβλία πολλά. Άλλο ρομαντζάκι άλλα μαρξιστικά της φτήνειας – όλη η σοφία του κόσμου με μια δραχμή – και τσελεμεντέδες για την κυρά και τις νιόπαντρες. Χάντρες γαλάζιες για το μάτι, χάμουρα πολυποίκιλτα για τα ύστατα άλογα και κουδούνια. Άλλα με ασημένιους ήχους, άλλα χαλκά και μερικά για τα γκεσέμια, τεράστια, μαυρισμένα στην φωτιά, γλουν, γλουν. Τ' άκουγες να ηχούν πώς τα δοκίμαζαν κι αμέσως χύνονταν τριγύρω η αίσθηση πως περνά ο Αρχηγός. Τυριά και χαλβάδες Φαρσάλων, λουκούμια του Μούσιου και ένας παράδεισος με ζαχαρωτά, όλα λαχταριστά, τακτοποιημένα σε επάλληλες σειρές από γυάλες – με καμπύλα καπάκια. Και μαλλί της γριάς, κάστανα βραστά, ψητά και χύμα στο τσουβάλι – φρέσκα. Ντουντούκες, πίπιζες, κασέτες και ζεμπεκιές. Κλαρίνα και γκιούμια βαρειά, με βαρύτιμες μουσικές, φερμένες από τα πολύ παλιά χρόνια. Φυσαρμόνικες. Και κοσμήματα να λάμπουν με μύριες ανταύγειες. Χρυσαφικά και πλαστικά τραίνα, αυτοκινητάκια, κουζίνες για τα κοριτσάκια – ότι βάνει ο νους του ανθρώπου. Σαν παραμύθι μέσα στη νύχτα. Είχαν κατέβει ξωμάχοι απ’ τον Γράμμο κι αγρότες από τους μπαχτσέδες του καστοριανού κάμπου, τσομπαναρέοι από το βίτσι και τεχνίτες της γούνας από τα ακάματα εργαστήρια της Καστοριάς, στητοί Μακεδόνες απ’ τα Κορέστια και λιγοστοί ψαράδες  της λίμνης, ένα πλήθος γεμάτο παιδιά, γυναίκες και προσδοκίες.
Η νύχτα τους ετύλιγε όλους, χλιαρή με την οσμή του Φθινοπώρου και δεν έπεφτε βελόνι στους δρόμους. Μια πάνινη πολιτεία ξανοίγονταν με μουσικές, με την βοή των βημάτων και με τελάληδες που διαλαλούσαν πραμάτειες στο λαϊκό πανηγύρι. Σαν κάποιος προικισμένος σκηνοθέτης νάχει ανοίξει μια παρένθεση εκεί πέρα και έφερνε  στον κόσμο κάτι από τα παλαιά παραμύθια».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου