Δευτέρα 7 Μαρτίου 2016

Ούτε διπόρος, ούτε ωδιπόρος, το σωστό είναι Ασθενής και οδοιπόρος!


sarantakos.wordpress.com
Ο τίτλος ακούγεται κάπως σαν σύνθημα σε διαδήλωση, όμως το σημερινό άρθρο έχει, κατά κάποιο τρόπο, θρησκευτικό χαρακτήρα, και επιπλέον είναι και επίκαιρο μια και από την περασμένη Δευτέρα έχουμε μπει στη Σαρακοστή, παρόλο που το ιστολόγιο δεν νηστεύει. Το άρθρο μας σήμερα αφορά την πασίγνωστη παροιμία «Ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει», για την οποία κάποιοι, και μάλιστα άνθρωποι της εκκλησίας, ισχυρίζονται ότι, τάχα, είναι παρεφθαρμένη και ότι η δήθεν αυθεντική μορφή της δεν εννοεί τον οδοιπόρο αλλά την έγκυο γυναίκα.
Πρόκειται βέβαια για μύθο. Είχα γράψει για το θέμα πριν από πέντε χρόνια. Τότε πιο πολύ κυκλοφορούσε η εκδοχή με τη λέξη «διπόρος», τώρα διάβασα και μιαν άλλη εκδοχή με τον «ωδιπόρο». Οπότε ξαναπιάνω το παλιό μου άρθρο (η αρχική μορφή του εδώ) έχοντας επιπλέον ενσωματώσει κάποια από τα σχόλια που είχατε κάνει τότε, όσοι από σας είστε από την αρχή μαζί μας, γιατί εκείνο το παλιό άρθρο είχε δημοσιευτεί την τριακοστή μέρα της ζωής του ιστολογίου -και τώρα έχουμε περάσει τους εξήντα μήνες.
Την παροιμιώδη φράση «ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει» την ξέρουμε όλοι μας. Εδώ και μερικά χρόνια κυκλοφορεί στο Διαδίκτυο η άποψη ότι η φράση αυτή είναι παρεφθαρμένη ή χαλκευμένη, και ότι το σωστό είναι «ασθενής και διπόρος». Άλλοι έχουν προτείνει άλλες λέξεις αντί για τον οδοιπόρο: ωδιπόρος, ωδυπόρος. Υποτίθεται πως όλες αυτές οι λέξεις (διπόρος, ωδιπόρος κτλ.) σημαίνουν την εγκυμονούσα ή τη θηλάζουσα γυναίκα. Εγώ ισχυρίζομαι ότι όλες αυτές οι λέξεις είναι ανύπαρκτες και ότι βρισκόμαστε μπροστά σε έναν ακόμα μύθο.
Η φήμη για την ανύπαρκτη λέξη «διπόρος» προϋπήρχε, αλλά εμφανίστηκε στις στήλες των εφημερίδων σχετικά πρόσφατα. Τον Μάρτιο του 2006, η υπουργός εξωτερικών κ. Μπακογιάννη βρισκόταν σε επίσκεψη στην Ουάσινγκτον· σε παραπολιτική στήλη εφημερίδας δημοσιεύτηκε ότι έφαγε φιλέτο σε κάποιο επίσημο γεύμα, αν και ήταν Σαρακοστή· ο σχολιογράφος πρόσθεσε τη γνωστή παροιμιώδη φράση «ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει».
Σε επόμενο φύλλο, ο σχολιογράφος της εφημερίδας πληροφόρησε τους αναγνώστες του ότι:
Η κυρία Λυδία Ιωαννίδου-Μουζάκα, δημοτική σύμβουλος Αθηναίων και επίκουρη καθηγήτρια της Ιατρικής Σχολής με πληροφορεί ότι η πραγματική φράση είναι “ασθενής και διπόρος αμαρτίαν ουκ έχει”, όπου “διπόρος” είναι η θηλάζουσα γυνή. Η παραφθορά, γράφει, έχει γίνει από τους παλιούς αγωγιάτες, εμπόρους και ταξιδιώτες που ταξίδευαν ημέρες πολλές με τα καραβάνια και έψαχναν για δικαιολογίες.
Η κυρία Ιωαννίδου-Μουζάκα, αν και καθηγήτρια Ιατρικής, δεν έκρινε αναγκαίο να παραθέσει πηγές που θα τεκμηρίωναν την άποψή της. Άλλωστε, η άποψη δεν είναι δική της, κυκλοφορεί εδώ και πολλά χρόνια σε καφενειακό επίπεδο. Κάποιος τη θυμάται από έναν καθηγητή του στο γυμνάσιο, άλλος την έχει ακούσει από τον λοχαγό του στο στρατό, παράλλος από το κατηχητικό. Τώρα με το Διαδίκτυο, την έχω δει σε μερικά ιστολόγια, ενώ πριν από πέντε χρόνια που είχε πρωτοδημοσιευτεό αυτό το άρθρο, ο μακαρίτης πια Γιάννης Καλαμίτσης στον Real FΜ είχε επαναλάβει, με το έμπα της Σαρακοστής, ότι, τάχαμου, το σωστό είναι διπόρος.

Εγώ έχω πολύ σοβαρές αντιρρήσεις και πιστεύω πως πρόκειται για μύθο.
Καταρχήν (ή καταρχάς αν επιμένετε πολύ), λέξη «διπόρος» δεν υπάρχει. Όταν λέμε δεν υπάρχει, εννοούμε βέβαια ότι δεν τη βρίσκουμε στα λεξικά και στα σώματα της ελληνικής γραμματείας. Λέξη «διπόρος» λοιπόν δεν υπάρχει ούτε στα σύγχρονα λεξικά (Τριανταφυλλίδη, Μπαμπινιώτη), ούτε στου Δημητράκου που περιλαμβάνει και τις αρχαίες λέξεις, ούτε στο Λίντελ Σκοτ που είναι το λεξικό της αρχαίας, ούτε στο λεξικό του Λάμπε που έχει αποδελτιώσει πατερικά κείμενα, ούτε στο TLG που έχει όλα τα σωζόμενα κείμενα της αρχαίας γραμματείας. Δεν υπάρχει, τελεία και παύλα. Διότι, αν μια λόγια λέξη δεν βρίσκεται στα λεξικά, ούτε στο σώμα της αρχαίας γραμματείας, ούτε μαρτυρείται έμμεσα από μεταγενέστερους τύπους, πώς μάθαμε την ύπαρξή της; Μας πήρε τηλέφωνο ο Ιωάννης Χρυσόστομος και μας την είπε;
Όχι μόνο αυτό, αλλά δεν μπορεί να υπάρξει λέξη διπόρος, διότι στην ελληνική τα σύνθετα με το δι- ανεβάζουν τον τόνο. Αυτός που έχει δύο πτυχές είναι δίπτυχος, αυτός που έχει δύο πόδια είναι δίποδος, αυτός που έχει δύο χώρους είναι δίχωρος και ούτω καθεξής. Αυτός λοιπόν που έχει δύο πόρους είναι δίπορος, όχι διπόρος. Λέξη «δίπορος» μπορεί να υπάρξει, και υπάρχει.
Μα καλά, δεν θα μπορούσε να κατεβεί ο τόνος χάριν του μέτρου; θα ρωτήσετε. Δεν το βρίσκω τόσο πιθανό, αλλά, έτσι για χάρη της συζήτησης ας υποθέσουμε ότι ο τόνος κατέβηκε για κάποιο λόγο. Όμως, τι σημαίνει δίπορος; Η λέξη «δίπορος» εμφανίζεται μία και μοναδική φορά στο σύνολο της αρχαίας γραμματείας, στις Τρωάδες του Ευριπίδη: δίπορον κορυφάν ίσθμιον (στίχος 1097) και σημαίνει, προφανέστατα, την περιοχή που έχει δυο περάσματα. Πουθενά δεν βρήκα, παρ’ όλο που έψαξα με μεγάλη επιμέλεια, κάποιο χωρίο που να συνδέει τη λέξη δίπορος με τις θηλάζουσες γυναίκες!
Επομένως, η δήθεν σωστή φράση «ασθενής και διπόρος» είναι κατασκευασμένη εκ των υστέρων και έγινε από την επιθυμία να διορθωθεί η γνωστή σε όλους μας παροιμιώδης φράση. Και αφού η φράση είναι παροιμιώδης, ας δούμε τι λέει γι’ αυτήν ο Νικόλαος Πολίτης στο μνημειώδες έργο του. Είμαστε τυχεροί, γιατί τη φράση την έχει καταλογογραφήσει στο λήμμα ‘αμαρτία’ κι έτσι υπάρχει στο εκδομένο τμήμα του έργου του, που φτάνει έως την αρχή του γράμματος Ε, ενώ το υπόλοιπο μένει να σκονίζεται σε κάποια υπόγεια προς δόξαν του ελληνικού κράτους που δεν μπορούσε να διαθέσει για ένα έργο εθνικής σημασίας το ένα δέκατο απ’ όσα έτρωγε ένα μέσο γκόλντεν-μπόι. Λοιπόν, ο Πολίτης (τον μεταφράζω σε νεότερα ελληνικά), αφού χαρακτηρίσει «κοινότατη» τη φράση, λέει:
Η παροιμία σημαίνει ότι επιτρέπεται να καταλύουν τη νηστεία, χωρίς να αμαρτήσουν, ο ασθενής, για θεραπεία της νόσου, και ο οδοιπόρος, λόγω της δυσχέρειας να προμηθευτεί τα αναγκαία.
Και συνεχίζει: Από την αρχαΐζουσα γλώσσα φαίνεται να είναι εκκλησιαστικό ρητό, αγνοώ όμως πόθεν ελήφθη.
Και προσθέτει: Η ορθόδοξη εκκλησία συγχωρεί την κατάλυση της νηστείας στους ασθενείς και στις λεχώνες: «Η νηστεία επενοήθη δια το σώμα ταπεινώσαι. Ει ουν το σώμα εν ταπεινώσει εστί και ασθενεία, οφείλει μεταλαβείν, καθώς βούλεται και δύναται βαστάσαι, τροφής και ποτού (Τιμόθεος Αλεξανδρείας).
Τέλος, παραθέτει μια ρώσικη παροιμία: Τον οδοιπόρο ο Θεός συγχωρεί.
Πράγματι, η φράση «ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει» δεν είναι αυθεντικά εκκλησιαστική, δεν υπάρχει σε πατερικό ή άλλο κείμενο. Πρόκειται για μεταγενέστερη παροιμιώδη φράση, απόσταγμα λαϊκής σοφίας παρόμοιο με τη ρώσικη παροιμία που δίνει ο Πολίτης. Άλλη παροιμιώδης φράση με «διπόρο» δεν υπήρξε ποτέ. Η εξαίρεση του οδοιπόρου από την υποχρέωση της νηστείας μπορεί να μην κατοχυρώνεται από την εκκλησία, βρήκε όμως ισχυρότατη απήχηση στη ζωή, αφού μέχρι αρκετά πρόσφατα τα χερσαία ταξίδια ήταν μακρόχρονες και δύσκολες υποθέσεις. Παρεμπιπτόντως, στο Ισλάμ οι ταξιδιώτες εξαιρούνται από την υποχρέωση της νηστείας.
Πάντως, τα εκκλησιαστικά κείμενα που βρήκα για το θέμα της νηστείας εξαιρούν μόνο τους ασθενείς (εκτός ει μη δι’ ασθένειαν σωματικήν εμποδίζοιτο, λέει ο 69ος αποστολικός κανόνας) και δεν κάνουν λόγο για άλλες εξαιρέσιμες κατηγορίες. Μάλιστα, στην πρώτη ομιλία «Περί νηστείας», ο Μέγας Βασίλειος ούτε τους ασθενείς εξαιρεί από την υποχρέωση της νηστείας, την οποία θεωρεί ευεργετική για την υγεία, αφού, όπως λέει, τη διατάζουν και οι γιατροί: Καὶ μὴν τοῖς ἀσθενοῦσιν οὐχὶ βρωμάτων ποικιλίαν, ἀλλ’ ἀσιτίαν καὶ ἔνδειαν οἶδα τοὺς ἰατροὺς ἐπιτάσσοντας. Αλλά αυτό είναι, ας πούμε, προσωπική του άποψη. Την ίδια εποχή ο Ιωάννης Χρυσόστομος έγραφε λέει ότι κανείς λογικός άνθρωπος δεν θα κατηγορήσει κάποιον που εξαιτίας σωματικής ασθένειας δεν μπορεί να νηστέψει. Δεν ισχυρίζομαι ότι έχω αναδιφήσει το σύνολο των εκκλησιαστικών κειμένων, κάθε άλλο. Ωστόσο, δεν μπόρεσα να βρω κανένα χωρίο που να εξαιρεί ρητά τις θηλάζουσες από την υποχρέωση της νηστείας. Φαντάζομαι πως το θέμα θα ήταν ελαφρώς ταμπού για την εκκλησία και θα περνούσε στο ντούκου. Και το απόσπασμα που δίνει ο Νικόλαος Πολίτης δεν μου φαίνεται να κατονομάζει ρητά τις λεχώνες, εκτός κι αν η λοχεία θεωρείται ταπείνωση.
Αυτά για τον «διπόρο».
Ωστόσο, πρόσφατα (ξανα)κυκλοφόρησε στο Διαδίκτυο μια άλλη θεωρία, που δεν δέχεται τον «οδοιπόρο» αλλά υποστηρίζει ότι η τάχαμου σωστή λέξη είναι «ωδιπόρος». Η εκδοχή αυτή αναπτύσσεται σε άρθρο του αρχιμανδρίτη Γεωργίου Χρυσοστόμου, και πρόσφατα αναδημοσιεύτηκε σε αρκετούς θρησκευτικούς ιστότοπους και ιστολόγια (π.χ. εδώ). [Στο μεταξύ, ο αρχιμανδρίτης Χρυσοστόμου έχει πλέον γίνει μητροπολίτης Κίτρους και Κατερίνης].
Σύμφωνα με τον αρθρογράφο, όσοι λένε «ασθενής και οδοιπόρος» παρανοούν την έννοια της φράσης από άγνοια της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Ο κ. αρχιμανδρίτης, που ξέρει αρχαία, μας λέει ότι η σωστή λέξη είναι «ωδιπόρος». Το δεύτερο συνθετικό είναι το πράγματι πολύ κοινό -πόρος, ενώ για το α’ συνθετικό μας λέει:
H λέξη όμως «ωδι» προέρχεται από το ρήμα «ωδίνω», που έχει αρκετές σημασίες (κυριολεκτικά): Έχω ωδίνες, κοιλοπονώ, τίκτω, γεννώ, αλλά και (μεταφορικά) επιθυμώ πάρα πολύ να φάω, κάτι όπως η εγκυμονούσα, κάνω κάτι να τρέμει, σαν την ετοιμόγεννη γυναίκα (βλ. Aντιλεξικόν ή Oνομαστικόν της Nεοελληνικής Γλώσσης, εκδ. β’, Aθήναι 1990). Πόσες φορές λοιπόν έχουμε ακούσει ότι η έγκυος γυναίκα ζητά να φάει κάτι, για να μην «ρίξει» το παιδί, να μην αποβάλλει;
Η ανύπαρκτη λέξη «ωδιπόρος» έχει τα ίδια προβλήματα με την ανύπαρκτη λέξη «διπόρος». Πρώτον, δεν υπάρχει, δεν καταγράφεται πουθενά. Σε κανένα λεξικό, σε κανένα σύγγραμμα, σε καμιά επιγραφή. Δεύτερον, δεν θα μπορούσε να υπάρξει τέτοια λέξη. Ακόμα κι αν συνθέταν οι αρχαίοι μια λέξη από το «ωδίνω» και το «πόρος», η λέξη αυτή θα ήταν «ωδινοπόρος» (προσέξτε ότι υπάρχει στα αρχαία λέξη «ωδινολύτης»). Οπότε, και τον ωδιπόρο πρέπει να τον στείλουμε στον κάλαθο των αχρήστων, παρέα με τον διπόρο, καθώς και με τον οιδιπόρο, τον ωδυπόρο, τον ωδοιπόρο και όλες τις άλλες παραλλαγές που σκαρφίζονται διάφοροι προσπαθώντας να αμφισβητήσουν το ολοφάνερο «οδοιπόρος».
Θα μου πείτε, γιατί να καταφύγει κανείς σε τέτοιες γλωσσικές ακροβασίες για να αμφισβητήσει μια τόσο γνωστή παροιμία; Εδώ υπάρχουν δύο εκδοχές. Η πρώτη, είναι αυτή που είχε εκθέσει ο φίλος Μπουκανιέρος σε σχόλιό του στο παλιότερο άρθρο. Δηλαδή, ότι οι λογιότατοι ενοχλούνται όταν υπάρχουν λόγιες εκφράσεις που τις χρησιμοποιεί ο πολύς λαός και τις καταλαβαίνει, διότι κάτι τέτοιο τούς δημιουργεί υπαρξιακό πρόβλημα. Οπότε, βάζουν τα δυνατά τους να ανακαλύψουν ή να κατασκευάσουν κάποιο λάθος στην κοινόχρηστη λόγια έκφραση, να την αποδείξουν σώνει και καλά λαθεμένη. Κάτι ανάλογο άλλωστε έχει γίνει πολλές φορές, π.χ. στο παν μέτρον άριστον, τους ασκούς του Αιόλου, τις καλένδες κτλ.
Πολύ οξυδερκής παρατήρηση αυτή -πιστεύω πως διατηρεί γενικά την αξία της, όμως στην προκείμενη περίπτωση δεν είναι ανάγκη να πάμε τόσο μακριά. Ο αρχιμανδρίτης αρθρογράφος το λέει καθαρά, υπάρχει σοβαρός λόγος που η φράση «ασθενής και οδοιπόρος» ενοχλεί: Aκόμη και εάν το κείμενο εννοούσε «οδοιπόρο» και όχι «ωδιπόρο», θα δικαιολογούνταν η κατάλυση μόνον στην περίπτωση που αυτός ο (τέλος πάντων) «οδοιπόρος» ήταν κάποιος που περπάτησε επί πολλές ώρες, κατάκοπος και εξαντλημένος από τις κακουχίες του ταξιδιού. Φτάνουμε όμως στο σημείο να απαλλάσσονται από τη νηστεία και όσοι πηγαίνουν μία εκδρομή. Δεν νηστεύουν με τη δικαιολογία ότι ταξίδεψαν. (η έμφαση δική του). Η εκκλησία δηλαδή δεν θέλει να επικαλούνται τη φράση κάποιοι και να «λουφάρουν», που θα λέγαμε στο στρατό, τη νηστεία. Βέβαια, η φράση «ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει» είναι έκφραση λαϊκής σοφίας, όχι θρησκευτικός κανόνας.
Σπεύδω να διευκρινίσω πως το δικό μου ενδιαφέρον δεν είναι θρησκευτικό, είναι φιλολογικό. Και φιλολογικά κρίνοντας, ανακεφαλαιώνω: Λέξη διπόρος ή ωδιπόρος δεν υπάρχει, η μόνη μορφή της παροιμίας είναι «ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει».
Λίγα ακόμα για την πιθανή προέλευση της φράσης. Είπα πιο πάνω ότι στο Ισλάμ οι ταξιδιώτες εξαιρούνται από την υποχρέωση της νηστείας. Συγκεκριμένα, όπως μου υπέδειξε πρόσφατα φίλος του ιστολογίου, το Κοράνι, στη σούρα 2, εδάφιο 184 λέει: Όποιος από σας είναι άρρωστος ή ταξιδεύει, να νηστέψει ίσο αριθμό ημερών άλλη φορά. Αλλά αν δεν μπορείτε να υπομείνετε τη νηστεία, υπάρχει η αντιστάθμιση να δώσετε τροφή σ’ έναν φτωχό. Θα μπορούσε λοιπόν μέσα στην Τουρκοκρατία, να διαμορφώθηκε η φράση «ασθενής και οδοιπόρος…» υπό την επήρεια της ισλαμικής διδασκαλίας, αν και τίποτα δεν αποκλείει τον ανεξάρτητο σχηματισμό -υπάρχει άλλωστε και η ρώσικη παροιμία που είδαμε πιο πάνω.
Όσο για τη συγκεκριμένη διατύπωση της παροιμίας, η μεν κατάληξη «αμαρτίαν ουκ έχει» είναι συχνή σε εκκλησιαστικά συμφραζόμενα, αλλά και η συνύπαρξη ασθένειας και οδοιπορίας στην ίδια φράση απαντά σε αρκετούς βυζαντινούς. Ας πούμε, στον Ιωάννη Καντακουζηνό διαβάζουμε κάποιοι έκαναν μια επίσκεψη «και γῆρας καὶ σωματικὴν ἀσθένειαν καὶ τοὺς πρὸς τὴν ὁδοιπορίαν πόνους παριδόντες», ενώ σε επιστολή του Νικ. Μυστικού ότι «καὶ οὐ δειλιῶμεν τὸ γῆρας οὔτε τὴν ἀσθένειαν οὔτε τὴν ἐκ τῆς ὁδοιπορίας ταλαιπωρίαν».
Κλείνοντας, παρακαλώ θερμά: Αν κάποιος από τους αγαπητούς αναγνώστες μπορεί να τεκμηριώσει ότι υπάρχει λέξη «διπόρος» ή «ωδιπόρος» ή «οιδιπόρος» ή κάποια παρεμφερής λέξης με τη σημασία της θηλάζουσας γυναίκας, τον παρακαλώ θερμά να με βγάλει από την πλάνη. Έως τότε όμως δικαιούμαι να θεωρώ μύθο τον διπόρο, τον ωδιπόρο και τον οιδιπόρο -και επαναλαμβάνω ότι «ασθενής και οδοιπόρος αμαρτία δεν έχει».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου