Τρίτη 5 Μαρτίου 2019

Η δεκαετής περιπέτεια δύο μαθημάτων


kathimerini.gr
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΛΑΚΑΣΑΣ
Δέκα χρόνια, όπως όλα δείχνουν, θα απαιτηθούν ώστε τα νέα προγράμματα σπουδών των Θρησκευτικών και της Ιστορίας να αποτυπωθούν σε βιβλία για τους μαθητές. Ξεκίνησαν το 2011, θα ολοκληρωθούν –εκτός απροόπτου, φυσικά– το 2021. Τα έτοιμα νέα προγράμματα σπουδών των Θρησκευτικών «αναμένουν» τη δικαστική απεμπλοκή τους εντός του 2019 για να γίνουν βιβλία, από το 2021 το νωρίτερο. Tην ίδια στιγμή, τα έτοιμα νέα προγράμματα σπουδών της Ιστορίας, μετά μία διετία επεξεργασίας, δεν έχουν βρει ακόμη δρόμο προς τα Γυμνάσια, παρότι το ΦΕΚ φαίνεται να είναι έτοιμο.
Στην Ελλάδα, τα Θρησκευτικά και η Ιστορία βρίσκονται συνεχώς υπό την πίεση των συμπληγάδων της πολιτικής, καθώς πίσω τους αναπτύσσονται ισχυρές δυνάμεις που σχετίζονται με έναν ιδεολογικοπολιτικό διχασμό. Οι αλλαγές στα δύο μαθήματα προκαλούν έριδες και αντιδράσεις –σε κόμματα, Εκκλησία, ακαδημαϊκό κόσμο και, εύλογα, στην κοινωνία– και, κατ’ επέκταση, έχουν πολιτικό κόστος. Μάλιστα, όλοι θέλουν να επιβάλουν τη θέση τους, με αποτέλεσμα τα όποια μεταρρυθμιστικά βήματα να γίνονται με αργοπορία ή να είναι τελικά απονευρωμένα.
Ειδικότερα, σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες της «Κ», το υπουργείο Παιδείας αναμένει τις δικαστικές αποφάσεις επί προσφυγών κατά των νέων προγραμμάτων σπουδών των Θρησκευτικών για να προχωρήσει στην προκήρυξη συγγραφής νέων βιβλίων. Ετσι και το επόμενο σχολικό έτος για το μάθημα, σε Δημοτικό, Γυμνάσιο και Λύκειο, θα δοθούν οι φάκελοι του μαθητή. «Κατά παράδοση, οι αλλαγές στο μάθημα αντιμετωπίζουν ιδεολογικοπολιτικές διελκυστίνδες, οι οποίες ωστόσο δεν έχουν σχέση με την ουσία και τη στόχευση των Θρησκευτικών στα σχολεία», αναφέρει στην «Κ» ο Σταύρος Γιαγκάζογλου, θεολόγος και επί 15 χρόνια στέλεχος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου (και του διαδόχου του, ΙΕΠ), ο οποίος είχε τον συντονισμό (εργάστηκαν περί τους 50 θεολόγους από τη μέση και την τριτοβάθμια εκπαίδευση) και την ευθύνη για την κατάρτιση των νέων προγραμμάτων των Θρησκευτικών. «Το μάθημα όσο υποφέρει από το φάντασμα των συντηρητικών άλλο τόσο υποφέρει από τους προοδευτικούς», παρατηρεί ο κ. Γιαγκάζογλου.
Ενδεικτικό είναι άλλωστε ότι το 2016 κατά της απόφασης του τότε υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων Νίκου Φίλη για τα νέα προγράμματα σπουδών προσέφυγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας η Πανελλήνια Ενωση Θεολόγων και ο μητροπολίτης Πειραιώς Σεραφείμ, υποστηρίζοντας ότι δεν προάγουν τη διδασκαλία της ορθόδοξης πίστης σύμφωνα με το Σύνταγμα. Η απόφαση του ΣτΕ τον Απρίλιο του 2018 δικαίωσε τους προσφεύγοντες (με διαδοχικές αποφάσεις του για τα προγράμματα σε Δημοτικό, Γυμνάσιο και Λύκειο) ότι η διδασκαλία των Θρησκευτικών είναι αντισυνταγματική και αντίθετη στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Κατόπιν, ο νυν υπουργός Παιδείας Κώστας Γαβρόγλου εξέδωσε νέα υπουργική απόφαση, με την οποία ενσωμάτωσε τις επισημάνσεις της απόφασης του ανωτάτου δικαστηρίου. 

Οι άθεοι

Ωστόσο, και κατά αυτής της απόφασης κατατέθηκε προσφυγή στο ΣτΕ από την Πανελλήνια Ενωση Θεολόγων (ΠΕΘ). Η ίδια απόφαση βάλλεται επίσης και από ενώσεις αθέων, που έχουν προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, με εκ διαμέτρου αντίστροφη επιχειρηματολογία σε σχέση με την ΠΕΘ. Οι δεύτεροι υποστηρίζουν ότι λαμβάνεται μέριμνα για τα παιδιά που δεν επιθυμούν να διδαχθούν Θρησκευτικά ή να δηλώσουν το θρήσκευμά τους. 
Υψηλόβαθμα στελέχη του υπουργείου Παιδείας ανέφεραν στην «Κ» ότι μέσα στον Μάιο αναμένεται η απόφαση του ΣτΕ επί της προσφυγής της ΠΕΘ, ενώ η όποια απόφαση του ΕΔΔΑ εκτιμάται ότι θα αφορά τον τρόπο απαλλαγής των μαθητών. Πάντως και οι δύο δικαστικές εκκρεμότητες κρατούν τα χέρια των υπευθύνων του υπουργείου δεμένα ως προς τη συγγραφή βιβλίων με βάση τα νέα προγράμματα σπουδών. Ετσι, οι μαθητές και κατά την προσεχή χρονιά θα πάρουν (όπως τα τελευταία χρόνια) τον φάκελο του μαθητή, ο οποίος περιέχει ένα πλήρες διδακτικό υλικό. Ωστόσο, δεν είναι το παραδοσιακό βιβλίο... καθώς η συγγραφή βιβλίων απαιτεί περίπου δύο χρόνια, έτσι τα νέα βιβλία θα φτάσουν στα σχολεία το 2021.
Πολιτική, και όχι δικαστική, είναι η περιπέτεια των νέων προγραμμάτων σπουδών της Ιστορίας. Η αλλαγή είχε δρομολογηθεί από το 2011 επί υπουργίας Αννας Διαμαντοπούλου. Τα σχέδια του 2011 δεν προχώρησαν λόγω των ενστάσεων για την κατανομή της διδακτέας ύλης σε Δημοτικό και Γυμνάσιο. Το 2012 συστήθηκαν νέες επιτροπές, που διατύπωσαν πορίσματα. Λόγω της κυβερνητικής αλλαγής τον Ιανουάριο του 2015, «πάγωσε» η εφαρμογή των όποιων πορισμάτων. Κατόπιν, ξεκίνησε νέα δουλειά για κατάρτιση προγραμμάτων σπουδών στην Ιστορία και άρχισε νέα επιτροπή.
Τέσσερα χρόνια μετά το 2015, το επόμενο σχολικό έτος 2019-2020, νέα προγράμματα σπουδών στην Ιστορία θα ξεκινήσουν να εφαρμόζονται, αλλά μόνο από τις τρεις τάξεις του Δημοτικού. Σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», θα ακολουθήσει πολύ σύντομα η δημοσιοποίηση των ΦΕΚ για τα προγράμματα του Γυμνασίου, ενώ, όπως δήλωσε στην «Κ» ο πρόεδρος του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής Γεράσιμος Κουζέλης, θα υπάρξει καθυστέρηση για τα προγράμματα του Λυκείου. Και αυτό, διότι, σύμφωνα με τον αρχικό προγραμματισμό, η επιτροπή κατέθεσε πρόταση για νέα προγράμματα έως και την Α΄ Λυκείου, ωστόσο πρόσφατα το υπουργείο τής ζήτησε να προτείνει πρόγραμμα και για τη Β΄ Λυκείου.

«Τα βαρίδια»

«Αντιλαμβάνομαι τις δυσκολίες της πολιτικής συγκυρίας – διεθνούς, διπλωματικής, εσωτερικής. Πάντως, πλέον, οι δυσκολίες έχουν γίνει λιγότερες. Και ελπίζω πως η κυβέρνηση δεν έχει πια τα ιδεολογικοπολιτικά βαρίδια που την κρατούσαν δέσμια. Μπροστά στο φάσμα του ακροδεξιού ριζοσπαστισμού που εξαπλώνεται στην Ευρώπη, κάνοντας ακόμα και τις “ιερές σκιές” των πατέρων της ευρωπαϊκής ιδέας να φρικιούν, η εκπαιδευτική πολιτική και ειδικότερα η πτυχή της που αφορά την ιστορική εκπαίδευση αποκτά αποφασιστική σημασία. Σε ιδεολογικό επίπεδο, καλείται να προασπίσει τα ευρωπαϊκά ιδανικά, την πολιτική, κοινωνική και πολιτισμική δημοκρατία, την πίστη στην ελευθερία και την αλήθεια, τον οικουμενισμό, την πανανθρώπινη αλληλεγγύη και την ειρήνη. Σε επιστημολογικό και επιστημονικό επίπεδο, καλείται να γεφυρώσει το χάσμα που τη χωρίζει από αυτό που σήμερα νοείται διεθνώς ως καθεστώς αλήθειας και ως κανόνας εγκυρότητας στη μελέτη του παρελθόντος». «Το σοφό “σπεύδε βραδέως” δεν ισχύει πια, θα έλεγα σε όσους είναι αρμόδιοι για την ελληνική εκπαιδευτική πολιτική», δήλωσε στην «Κ» ο Γιώργος Κόκκινος, καθηγητής Ιστορίας και της Διδακτικής της στο Παν. Αιγαίου, και μέλος της επιτροπής του ΙΕΠ για την κατάρτιση των νέων προγραμμάτων. Και προσθέτει: «Το έργο ολοκληρώθηκε χωρίς να κοστίσει ούτε ένα ευρώ. Θεωρώ ότι δεν είναι εξτρεμισμός ή ρομαντικότροπος βολονταρισμός το επιχείρημα ότι ωρίμασαν πλέον οι συνθήκες για να προσαρμοστεί και η χώρα μας στο πνεύμα που διέπει την ιστορική εκπαίδευση σε όλο τον δυτικό κόσμο»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου