Από το προσωπικό μου αρχείο
"ΑΡΓΟΣ, ΠΟΛΗ ΟΡΕΣΤΙΔΑΣ"
Τη λαμπρότητα και τη γοητεία του αργίτικου πανηγυριού απόλυτα ερμηνεύει ο εύστοχος και γλαφυρός κάλαμος του Νίκου Μέρτζου. Στα 1979 ο διαπρεπής βορειολλαδίτης δημοσιογράφος, εκ Νυμφαίου ορμώμενος, επισκέφθηκε το πανηγύρι του Άργους και τις εντυπώσεις του μετέφερε στο ακόλουθο χρονογράφημά του.
«Είχαν κατέβει όλοι, με τα καλά τους, στο λαϊκό πανηγύρι και ήταν τρυφερή η τελευταία νύχτα του Σεπτεμβρίου στη Χρούπιστα. Κάτω από τις τέντες λάμπαν τα φώτα, βαθειά στο σκοτάδι γύριζε με όλα τα λαμπιόνια της αναμμένα η μεγάλη ρόδα του τσίρκου και τα χρώματα έρρεαν πάνω στα χαρωπά πρόσωπα, χιλιάδες πρόσωπα, ποτάμι. Η τσίκνα από τα ψημένα κρέατα ανέβαινε γαλάζια στον έναστρον ουρανό και πλανιόταν στην άγρυπνη πολιτεία. Ήταν το πανηγύρι.
"ΑΡΓΟΣ, ΠΟΛΗ ΟΡΕΣΤΙΔΑΣ"
Τη λαμπρότητα και τη γοητεία του αργίτικου πανηγυριού απόλυτα ερμηνεύει ο εύστοχος και γλαφυρός κάλαμος του Νίκου Μέρτζου. Στα 1979 ο διαπρεπής βορειολλαδίτης δημοσιογράφος, εκ Νυμφαίου ορμώμενος, επισκέφθηκε το πανηγύρι του Άργους και τις εντυπώσεις του μετέφερε στο ακόλουθο χρονογράφημά του.
«Είχαν κατέβει όλοι, με τα καλά τους, στο λαϊκό πανηγύρι και ήταν τρυφερή η τελευταία νύχτα του Σεπτεμβρίου στη Χρούπιστα. Κάτω από τις τέντες λάμπαν τα φώτα, βαθειά στο σκοτάδι γύριζε με όλα τα λαμπιόνια της αναμμένα η μεγάλη ρόδα του τσίρκου και τα χρώματα έρρεαν πάνω στα χαρωπά πρόσωπα, χιλιάδες πρόσωπα, ποτάμι. Η τσίκνα από τα ψημένα κρέατα ανέβαινε γαλάζια στον έναστρον ουρανό και πλανιόταν στην άγρυπνη πολιτεία. Ήταν το πανηγύρι.
Τεράστιες τέντες, με πάνινους θόλους, ανοίγανε μυθικούς
θησαυρούς στο λαϊκό μάτι. Κιλίμια και φλοκάτες πολύχρωμες, κεντημένα πουλιά και
νεράιδες, μάλλινα στρωσίδια και τομάρια από κατσίκια, νήπια πρόβατα και αγριογούρουνα
απλώνονταν στο τσαρσί και τα πασπάτευαν οι γυναίκες, τα ξεδίπλωναν στο φως, τα
μετρούσαν, τα παζάρευαν. Παρέκει ξυλόγλυπτα από την Ήπειρο. Χαβάνια και ρόκες,
γκλίτσες και κουτάλια με τον Αη-Γιώργη καβαλάρη σκαλισμένο ψηλά, σαΐτες και
φλασκιά, δεμένα καλά, από φλαμούρι να κρατούν το νερό δροσερό και να το ευωδιάζουν.
Πιατικά με χρυσαφένια στολίδια, γαλάζιες μπορντούρες, κάθε λογής. Και έπειτα,
παιχνίδια, μαχαίρια, εργαλεία για την δουλειά στο χωράφι, στο σπίτι, στις μηχανές.
Βιβλία πολλά. Άλλο ρομαντζάκι άλλα μαρξιστικά της φτήνειας – όλη η σοφία του κόσμου
με μια δραχμή – και τσελεμεντέδες για την κυρά και τις νιόπαντρες. Χάντρες γαλάζιες
για το μάτι, χάμουρα πολυποίκιλτα για τα ύστατα άλογα και κουδούνια. Άλλα με
ασημένιους ήχους, άλλα χαλκά και μερικά για τα γκεσέμια, τεράστια, μαυρισμένα
στην φωτιά, γλουν, γλουν. Τ' άκουγες να ηχούν πώς τα δοκίμαζαν κι αμέσως χύνονταν
τριγύρω η αίσθηση πως περνά ο Αρχηγός. Τυριά και χαλβάδες Φαρσάλων, λουκούμια
του Μούσιου και ένας παράδεισος με ζαχαρωτά, όλα λαχταριστά, τακτοποιημένα σε
επάλληλες σειρές από γυάλες – με καμπύλα καπάκια. Και μαλλί της γριάς, κάστανα
βραστά, ψητά και χύμα στο τσουβάλι – φρέσκα. Ντουντούκες, πίπιζες, κασέτες και
ζεμπεκιές. Κλαρίνα και γκιούμια βαρειά, με βαρύτιμες μουσικές, φερμένες από τα
πολύ παλιά χρόνια. Φυσαρμόνικες. Και κοσμήματα να λάμπουν με μύριες ανταύγειες.
Χρυσαφικά και πλαστικά τραίνα, αυτοκινητάκια, κουζίνες για τα κοριτσάκια – ότι βάνει
ο νους του ανθρώπου. Σαν παραμύθι μέσα στη νύχτα. Είχαν κατέβει ξωμάχοι απ’ τον
Γράμμο κι αγρότες από τους μπαχτσέδες του καστοριανού κάμπου, τσομπαναρέοι από
το βίτσι και τεχνίτες της γούνας από τα ακάματα εργαστήρια της Καστοριάς, στητοί
Μακεδόνες απ’ τα Κορέστια και λιγοστοί ψαράδες της λίμνης, ένα πλήθος γεμάτο παιδιά, γυναίκες
και προσδοκίες.
Η νύχτα τους ετύλιγε όλους, χλιαρή με την οσμή του Φθινοπώρου
και δεν έπεφτε βελόνι στους δρόμους. Μια πάνινη πολιτεία ξανοίγονταν με μουσικές,
με την βοή των βημάτων και με τελάληδες που διαλαλούσαν πραμάτειες στο λαϊκό
πανηγύρι. Σαν κάποιος προικισμένος σκηνοθέτης νάχει ανοίξει μια παρένθεση εκεί
πέρα και έφερνε στον κόσμο κάτι από τα
παλαιά παραμύθια».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου