Καλλιτεχνικόν σκάνδαλον εις το Ηρώδειον – Η παράστασις των “Ορνίθων” προκάλεσε τας αποδοκιμασίας του κοινού», ήταν ο τίτλος ανυπόγραφου ρεπορτάζ στην «Καθημερινή», που δημοσιεύθηκε την Τρίτη 1η Σεπτεμβρίου 1959 και αναφερόταν στο πιο πολυσυζητημένο μέχρι και σήμερα, ίσως, έργο του Φεστιβάλ Αθηνών, το οποίο έκανε πρεμιέρα στις 29 Αυγούστου του ίδιου έτους.
Οι «Όρνιθες» του Αριστοφάνη, σαφώς και δεν παρουσιάζονταν για πρώτη φορά, αλλά σίγουρα ανέβαιναν για πρώτη φορά με αυτόν τον τρόπο, ταράζοντας τα νερά όχι μόνο του θεατρικού κόσμου της εποχής αλλά και του αρχαίου δράματος γενικότερα. Άλλωστε ο Κάρολος Κουν, ένας λόγιος του θεάτρου και σκηνοθέτης της παράστασης, με τη βαθιά και εύστοχη ματιά του, το ίδιο ακριβώς επιδίωκε και στο σύγχρονο θέατρο: να αποφύγει τη στείρα ακαδημαϊκή προσέγγιση των κειμένων, όπως ήταν σύνηθες σε κάποιες περιπτώσεις –με τους καλλιτέχνες να φοβούνται τη λογοκρισία– και να μεταμορφώσει τον θίασό του σε καθρέφτη της κοινωνίας.
«Ευθύς εξαρχής, ο υψηλός τόνος της απαγγελίας των ηθοποιών, η ασυνήθης έντασις του ήχου της ορχήστρας, είχον προδιαθέσει μάλλον δυσμενώς μερίδα των θεατών», συνεχίζει ο ανώνυμος ρεπόρτερ μιλώντας και για την –κλασική πια σήμερα– μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, που γράφτηκε ειδικά για την παράσταση, η οποία γέμισε εκείνο το βράδυ το Ηρώδειο. Την κακή κριτική δεν γλίτωσε ούτε το ίδιο το κείμενο –σε μετάφραση και διασκευή του Βασίλη Ρώτα– «εις την οποίαν εγίνετο λόγος περί πυραύλων, αεροδρομίων, πολυκατοικιών, ιερών τόπων κ.λπ.», κάτι που «εξένιζε πολλούς», μεταξύ των οποίων και ομάδα σπουδαστών της Φιλολογίας του Κέμπριτζ, δείχνοντας ολοφάνερα «την απορίαν των και την απογοήτευσίν των, διά τον τρόπον καθ’ ον εδίδετο το έργο».
Η παράσταση του Κουν, που συνοδεύθηκε από τα σκηνικά του Γιάννη Τσαρούχη, τη χορογραφία της Ραλλούς Μάνου και τη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, μυθικά ονόματα συντελεστών για εμάς σήμερα, θεωρήθηκε κατά κύριο λόγο θέαμα αποτρόπαιο και προσβλητικό, από τον τότε υπουργό Προεδρίας της Κυβερνήσεως Καραμανλή, Κωνσταντίνο Τσάτσο, ο οποίος αποχώρησε από το θέατρο, επιπλήττοντας τους υπεύθυνους του Φεστιβάλ και δίνοντας εντολή για τη ματαίωση των υπόλοιπων παραστάσεων.
Ο ιερωμένος που σκανδάλισε
Η σκηνή, μάλιστα, που πυροδότησε την αντίδραση του Τσάτσου αλλά και μερίδας του κοινού, που φώναζε «αίσχος, σταματήστε… ντροπή», ήταν όταν ο ηθοποιός Θόδωρος Κατσαδράμης άρχισε, ντυμένος «με την απλήν περιβολήν των εθνομαρτύρων ιερωμένων μας», να ψάλλει βυζαντινούς ύμνους σε τόνο εκκλησιαστικής ψαλμωδίας, λίγο πριν από τη θυσία ενός τράγου στους θεούς.
Σύμφωνα με το –ανυπόγραφο– ρεπορτάζ της «Κ», στις κερκίδες επικράτησε για ώρα οχλαγωγία με αρκετούς θεατές να ενθαρρύνουν τους ηθοποιούς να συνεχίσουν και άλλους να τους αποδοκιμάζουν με άναρθρες κραυγές. Τελικά η παράσταση συνεχίστηκε, με τον πρωταγωνιστή Δημήτρη Χατζημάρκο να υψώνει τα χέρια του και να φωνάζει με όλη του τη δύναμη «ησυχίαν», τερματίζοντας ολόκληρη τη σκηνή αυτοσχεδιάζοντας.
Την επομένη, η ανακοίνωση της κυβέρνησης, όπως τη διαβάζουμε στο δημοσίευμα της «Κ» του 1959, ήταν ξεκάθαρη: «Το χθες εμφανισθέν έργον ατελέστατα προπαρασκευασμένον απετέλεσε παραμόρφωσιν του πνεύματος του κλασσικού κειμένου. Ωρισμέναι δε σκηναί αυτού παρουσιάσθησαν κατά τρόπον προσβάλλοντα το θρησκευτικόν αίσθημα του λαού».
Στην πρεμιέρα όλοι εξεπλάγησαν, παρόλο που ο τρόπος παρουσίασης είχε εγκριθεί από τον ΕΟΤ, με αρμόδιους του Φεστιβάλ να έχουν παρακολουθήσει την παράσταση προτού εκείνη φτάσει στο Ηρώδειο, όπως γινόταν για καθεμία από τις εκδηλώσεις.
«Έκπληκτος» ο Κουν
«Μένω έκπληκτος από την απόφασιν του κ. Τσάτσου. Ανέβασα τους “Όρνιθες” σύμφωνα με το πνεύμα του Αριστοφάνη και με έναν τρόπο ερμηνείας που τον ακολουθώ εδώ και 25 ολόκληρα χρόνια», είπε σε δήλωσή του ο Κάρολος Κουν και συνέχισε: «Οι υπεύθυνοι του Φεστιβάλ Αθηνών που είχαν από καιρό στα χέρια τους τη διασκευή των “Ορνίθων” και που παρηκολούθησαν τις δοκιμές του έργου, όφειλαν να γνωρίζουν τον τρόπο με τον οποίον ανεβάζω την αττική κωμωδία και να κάνουν εγκαίρως τις παρατηρήσεις τους».
Όπως τόνισε μάλιστα, «πάντως είναι γεγονός πως και στην αρχαιότητα τα έργα του Αριστοφάνη όταν επαίζετο εσκανδάλιζαν τον λαό και προκαλούσαν ένα πλήθος αντιδράσεις», εξηγώντας μάλιστα ότι «όπου έπρεπε χρησιμοποίησα νεώτερες λέξεις ή απέδωσα ένα πρόσωπο, όχι ακριβώς όπως αναφέρεται στο κείμενο, αλλά όπως το συναντάμε στην εποχή μας».
Αν κάποιος διατρέξει φευγαλέα το σχετικό δημοσίευμα της «Κ» με τη μικροσκοπική γραμματοσειρά και περικυκλωμένο από πολλά πυκνογραμμένα κείμενα, θα διαπιστώσει ότι το μάτι του σημερινού αναγνώστη δεν μπορεί να προσπεράσει τον ειρωνικό μεσότιτλο της εφημερίδας, «Ο διασκευαστής τα ευρίσκει όλα ωραία», που αναφέρεται στον Βασίλη Ρώτα και προηγείται της δήλωσής του. «Η εχτίμηση του έργου του Αριστοφάνη εστάθηκε μέτρο πολιτισμού για όλον τον πολιτισμένο κόσμο. Πώς τώρα έγινε και απαγορεύτηκε η ωραιότατη αυτή παράσταση, αυτό μου έκανε κατάπληξη και απορώ και εξίσταμαι, μη βρίσκοντας καμία δικαιολογία», ανέφερε ο ίδιος.
Παρ’ όλα αυτά η νίκη του Τσάτσου έναντι των «Ορνίθων» του Κουν ήταν προσωρινή, με το έργο να ανεβαίνει ήδη από το 1962 σε μεγάλα θέατρα και φεστιβάλ του εξωτερικού (τότε, έχοντας πάρει και την τελική του μορφή βραβεύθηκε στο παρισινό Φεστιβάλ των Εθνών) και τον ξένο Τύπο της εποχής να την περιγράφει ως «την καλύτερη παράσταση Αριστοφάνη που είδε ποτέ η Ευρώπη» και τον Κουν ως «τον σπουδαιότερο ερμηνευτή του».
Ιστορικός σταθμός του έργου ήταν και το 1975, με τον καλλιτεχνικό μαρασμό του φεστιβάλ εξαιτίας της δικτατορίας, να αρχίζει να υποχωρεί και με την Επίδαυρο να ανοίγει τις πόρτες του για το Θέατρο Τέχνης και κατ’ επέκταση για τους θρυλικούς «Όρνιθες».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου