Επιλογή Φωτο: Λεωνίδας Οικονομίδης |
kathimerini.gr
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ
Στη Θεσσαλονίκη παρακολουθήσαμε τον Κυριάκο Μητσοτάκη να δίνει έναν αγώνα διμέτωπο. Το φανερό μέτωπο ήταν, φυσικά, με την κυβέρνηση· το σχετικώς αφανές ήταν με το κόμμα του οποίου ηγείται.
Οσον αφορά το μέτωπο με την κυβέρνηση και, προσωπικώς, με τον Τσίπρα, δεν ήταν δύσκολο για τον Μητσοτάκη να ξεχωρίσει, εφόσον δεχόμαστε εξαρχής ότι για ένα σχεδόν «failed state», όπως η Ελλάδα, η σωτηρία βρίσκεται εντός και όχι εκτός Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η διαφορά ποιότητας είναι εμφανής. Σοβαρός άνθρωπος, διαβασμένος, με πείρα του κράτους και της διοίκησης, με ρεαλιστική αντίληψη και του προβλήματος και των διπλωματικών σχέσεων από τις οποίες εξαρτάται η έκβασή του, ο Μητσοτάκης μπορεί να κάνει τη δουλειά του Τσίπρα με πολύ καλύτερα αποτελέσματα, ως προς το ευρωπαϊκό σκέλος της. Μπορεί, δηλαδή, ευκολότερα να ανακτήσει τη χαμένη αξιοπιστία της χώρας και αυτό, εδώ που φθάσαμε, είναι το σημαντικότερο. Διότι η αξιοπιστία κάνει τη διαφορά όταν τα περιθώρια ελιγμών είναι σχεδόν ανύπαρκτα.
Επιπλέον, ο Μητσοτάκης παρουσίασε και ένα σχέδιο πολιτικής – σε αδρές γραμμές, αλλά με συγκεκριμένα παραδείγματα. Ενα σχέδιο προς την εντελώς αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη της κυβερνητικής πολιτικής. Συνοπτικά: μείωση φόρων με αντίστοιχη μείωση κρατικών δαπανών, αναδιάρθρωση του Δημοσίου και ενίσχυση της παραγωγικής οικονομίας. «Η δουλειά της κυβέρνησης είναι να δημιουργεί το κατάλληλο περιβάλλον για επενδύσεις», ήταν μια χαρακτηριστική φράση του από τη συνέντευξη Τύπου. Θα μου πείτε ότι αυτό λέει και ο Τσίπρας. Ναι, αλλά ο Μητσοτάκης το εννοεί και, κυρίως, έχει μια ιδέα του πώς γίνεται (στον τομέα των επενδύσεων εργάσθηκε, θυμίζω), ενώ ο Τσίπρας γνωρίζει βασικά από δεκαπενταμελή, αλλά και κάτι λίγα που θα έχει ακούσει από τον Σταθάκη περί μαρξιστικής οικονομίας. Το τρίπτυχο μείωση δαπανών, αναδιάρθρωση του Δημοσίου και ενίσχυση επιχειρηματικότητας θα ενισχύσει, λοιπόν, περαιτέρω την αξιοπιστία μας στην Ευρώπη, διότι στο κάτω κάτω οι εταίροι πάντα αυτό περίμεναν από εμάς: να κάνουμε και εμείς, επιτέλους, κάτι για τον εαυτό μας!
Ο Μητσοτάκης δεν έδωσε υποσχέσεις (η απάντηση στην ερώτηση για τους συνταξιούχους ήταν χαρακτηριστική της στάσης του), οι δε φορολογικές ελαφρύνσεις που εξήγγειλε, όπως και τα άλλα επιμέρους μέτρα (π.χ., η κατάργηση της αύξησης φόρου στους οινοπαραγωγούς), ήσαν εναρμονισμένες με τη γενικότερη λογική της ενίσχυσης του παραγωγικού τομέα. Τον σκοπό του τον είπε απερίφραστα: δεν θέλει να γίνει ακόμη ένας μνημονιακός πρωθυπουργός, θέλει να ηγηθεί της συλλογικής προσπάθειας για να ορθοποδήσει η χώρα. Η απαραίτητη προϋπόθεση για να το πετύχει είναι, βέβαια, να κερδίσει την υποστήριξη του κόσμου. Το επιχειρεί μέσω του αναπροσανατολισμού της πολιτικής προς τον εκσυγχρονισμό του κράτους και της οικονομίας, μέσω ενός σχεδίου που απευθύνεται στον κόσμο της παραγωγής, στον πραγματικό «κόσμο της εργασίας», όπως τους αρέσει να λένε στον ΣΥΡΙΖΑ, παρότι ελάχιστα γνωρίζουν για την έννοια «εργασία».
Ομως, το βαθύτερο πρόβλημα του Μητσοτάκη είναι ότι, ενώ το σχέδιο που έχει στα σκαριά είναι αυτό που χρειάζεται η χώρα, εφόσον παραμείνει ευρωπαϊκή, ένα τμήμα της Ν.Δ. δεν θέλει ούτε να ακούει για εγκατάλειψη του πατροπαράδοτου πελατειακού κράτους. Πρόκειται για το «γαλάζιο» ΠΑΣΟΚ μέσα στη Ν.Δ. Μιλώ για όλους αυτούς που πιστεύουν στην επέκταση του κράτους (π.χ. μέσω της μαζικής τακτοποίησης των συμβασιούχων) και καταδικάζουν κάθε μορφή ελευθερίας στην οικονομία ως «νεοφιλελευθερισμό». Μιλώ για όσους είχαν κατά νου ακόμη και μια συγκυβέρνηση με τον ΣΥΡΙΖΑ για την κοινή διαχείριση της παρακμής και οι οποίοι σήμερα έχουν τις άκρες τους (και κάτι παραπάνω...) με τη σημερινή κυβέρνηση. Συνεπώς, τα δύο μέτωπα, που ανέφερα στην αρχή, δεν είναι διάφορα μεταξύ τους, αλλά σε μεγάλο βαθμό συμπίπτουν.
Σημειωτέον ότι το φαινόμενο του (σήμερα πια όχι και τόσο κρυφού) διχασμού της αστικής παράταξης σε αυτή τη χώρα δεν είναι καινούργιο. Συνέβη και στο γύρισμα του περασμένου αιώνα, όταν το σύστημα της Ελλάδας του 19ου αιώνα κατέρρευσε και το αίτημα του εκσυγχρονισμού έγινε πιεστικό. Σε τελευταία ανάλυση, τόσο το Λαϊκό Κόμμα όσο και εκείνο των Φιλελευθέρων από την ίδια πολιτική μήτρα προέρχονταν, ανεξαρτήτως του αν οι μεν ήθελαν τη συντήρηση μιας κατάστασης που τους βόλευε και οι δε ήθελαν να την αλλάξουν.
Πρόκειται, όμως, για πρόβλημα το οποίο μπορεί να μετατραπεί σε πλεονέκτημα, υπό προϋποθέσεις. Διότι μπορεί να τον επιβουλεύονται οι εκπρόσωποι των κοτζαμπάσηδων της λούμπεν Δεξιάς, όμως η δύναμη του Κυριάκου είναι ότι τον εξέλεξαν ψηφοφόροι και πέραν του κόσμου της Ν.Δ., ακριβώς επειδή τους γέννησε την ελπίδα για λίγο ρεαλισμό, επιτέλους. Λογικά, επομένως, ο Κυριάκος πρέπει να συνεχίσει να απευθύνεται στον κόσμο που τον εξέλεξε και να τον διευρύνει, πρέπει να συντηρεί την ελπίδα τους στο πρόσωπό του και, ταυτοχρόνως, να μην αποξενώνει την εσωτερική πασοκαρία του κόμματος.
Αν αυτός είναι ο στόχος, ο μόνος τρόπος για να προχωρήσει ο Κυριάκος είναι αυτός που μας έδειξε στη Θεσσαλονίκη, δηλαδή μέσω ενός ρεαλιστικού προγράμματος βασισμένου στις αλήθειες από τις οποίες κρυβόμαστε. Αν επιμείνει στην εκσυγχρονιστική προσέγγισή του –με τρόπο και μέτρο, αλλά αισθητά–, η λούμπεν Δεξιά των κρατιστών δεν μπορεί παρά να ακολουθήσει συρόμενη. Ολο το ζήτημα για τον αρχηγό της Ν.Δ. είναι να πάρει με το μέρος του τον κόσμο, που δεν αντέχει άλλο τα ψέματα και τον φαύλο κύκλο αυτής της κυβέρνησης. Αυτό καταλαβαίνω ότι ξεκίνησε να κάνει από τη Θεσσαλονίκη και ελπίζω η προσπάθειά του να ενταθεί. Η πολιτική που προτείνει στον κόσμο επιφέρει, εκ των πραγμάτων, τον πολιτικό αναπροσανατολισμό της Ν.Δ. προς περισσότερο φιλελεύθερες κατευθύνσεις. Για τον λόγο αυτό ήσαν συνοφρυωμένα τα πρόσωπα στην πρώτη σειρά του Βελλιδείου το περασμένο Σάββατο. Μακάρι ο Κυριάκος να τα καταφέρει. Αλλη ελπίδα δεν υπάρχει. Η έτερη επιλογή είναι ο σοσιαλισμός των κοτζαμπάσηδων. Διαλέγουμε και παίρνουμε...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου