Του Βασίλη Ξυδιά (εκπαιδευτικός-θεολόγος)
Όλα όσα λέγονται και γράφονται αρμοδίως για το μάθημα των Θρησκευτικών είναι απολύτως αποπροσανατολιστικά, και έχουν έναν και μόνο σκοπό. Να χρυσώσουν το χάπι, ώστε τελικώς η εκκλησιαστική ιεραρχία να αποδεχθεί τις αλλαγές στο μάθημα, χωρίς όμως να δείξει ότι υποχωρεί*.
Οι όροι που δήθεν έθεσε η ιεραρχία (υποχρεωτικό μάθημα, ορθόδοξος προσανατολισμός κλπ) πληρούντο έτσι κι αλλιώς από τα Προγράμματα Σπουδών που είχαν εγκριθεί επί Φίλη, και οι όποιες αλλαγές έγιναν μετά από τον διάλογο που μεσολάβησε δεν άλλαξαν σε τίποτα την ουσία των Νέων Προγραμμάτων Σπουδών.
Όσοι λοιπόν βρήκαν ευκαιρία να ξεσπαθώσουν στα σόσιαλ μίντια καταγγέλλοντας για μια ακόμα φορά την «ελληνική θεοκρατία», το «Ιράν των Βαλκανίων», τον «ελλιπή Διαφωτισμό» κλπ, είτε είναι τα αφελή θύματα της σύγχυσης που ηθελημένα ή αθέλητα αναπαράγεται από διάφορες πλευρές, είτε απλώς την εκμεταλλεύονται για να πουν για μια ακόμα φορά το τραγούδι που ξέρουν να λένε.
Δεν λέω. Το να θεωρείται η "Συννεφούλα" ακατάλληλη σαν αφορμή θεολογικού στοχασμού για τα παιδιά είναι πράγματι κατάντια για την ελλαδική εκκλησία. Αλλά αυτό δεν επηρεάζει σε τίποτα το μάθημα. Διότι ακόμα και αυτός ο Φάκελος του Μαθητή, ενδεικτικός είναι. Το περιεχόμενό του δεν εμποδίζει τον δάσκαλο ή τους μαθητές να βρουν δικό τους διδακτικό υλικό, είτε αυτό είναι η "Συννεφούλα" του Σαββόπουλου, είτε ο "Μπαγάσας" του Άσιμου, είτε η Ομπρέλα της Ριάνα, είτε οτιδήποτε άλλο επιθυμεί ο καθένας.
Αυτό που εμένα μου κάνει εντύπωση είναι πως όλοι συζητούν για το τι θα περιέχει ο φάκελος, χωρίς κανείς να αναλογίζεται πως αυτό καθαυτό το γεγονός της κατάργησης του ενός και αποκλειστικού βιβλίου και της εισαγωγής του φακέλου είναι μια εντυπωσιακή καινοτομία για την ελληνική εκπαίδευση.
Αυτό ίσως που οι περισσότεροι – και κυρίως οι πάσης φύσεως προοδευτικοί – δεν έχουν καταλάβει ή δεν θέλουν να καταλάβουν, είναι ότι οι αλλαγές που γίνονται στο μάθημα των Θρησκευτικών, τόσο από πλευράς περιεχομένου, όσο και από πλευράς διδακτικής μεθόδου, είναι ό,τι πιο ανατρεπτικό έχει γίνει στην εκπαίδευση τα –πολλά– τελευταία χρόνια.
Και επίσης πως οι αλλαγές αυτές δεν είναι αποτέλεσμα κυβερνητικών επιλογών, αλλά της πρωτοβουλίας και της ουσιαστικής προεργασίας των ίδιων των θεολόγων, ή τουλάχιστον μιας μεγάλης μερίδας τους. Εξ ου και ο θεολογικός εμφύλιος, που μαίνεται από το 2008 έως και σήμερα.
Διότι το θέμα για μας τους θεολόγους που υποστηρίζουμε το νέο μάθημα δεν είναι μόνο η προσαρμογή μας στις ανάγκες των καιρών, αλλά περισσότερο κι απ’ αυτό είναι η αυθεντική ανταπόκρισή μας στην ίδια τη θεολογική-εκκλησιαστική αλήθεια που ο καθένας μας ως πρόσωπο εκπροσωπεί. Αυτή την αλήθεια εμείς την αντιλαμβανόμαστε και τη ζούμε σαν μαρτυρία αναζήτησης και διαλόγου, ενώ υπάρχουν άλλοι – π.χ. η διοίκηση της ΠΕΘ – που την αντιλαμβάνονται σαν υπεράσπιση μιας ιδεολογικής και θεσμικής θρησκευτικότητας που μπορεί να επιβληθεί στους ανθρώπους έξωθεν και άνωθεν.
Έτσι όλη η συνθηματολογική αντιπαράθεση για το αν το μάθημα θα είναι αποκλειστικά και μόνο ορθόδοξο ή αν θα είναι ουδέτερα θρησκειολογικό δεν είχε ποτέ κανένα πραγματικό αντικείμενο. Ήταν εξ αρχής εκτός τόπου και χρόνου. Διότι παρ’ όλο που ο Φίλης φλέρταρε πολλές φορές – είναι αλήθεια αυτό – με τη ρητορική περί θρησκειολογικού μαθήματος κλπ, εντούτοις τα Νέα Προγράμματα Σπουδών που υιοθετήθηκαν επί υπουργίας του, και ανανεώθηκαν με τα πρόσφατα ΦΕΚ, έχουν μια πιο σύνθετη προσέγγιση: Βασίζονται κατά το μεγαλύτερο μέρος στη θρησκευτική παράδοση αυτού του τόπου, όντας ταυτοχρόνως ανοικτά σε διάλογο με όλες τις άλλες παραδόσεις. Κάτι δηλαδή που συμβαίνει και με την ιστορία, και τη λογοτεχνία, και τα άλλα ιστορικά-πολιτιστικά μαθήματα του ελληνικού σχολείου.
Η εκκλησιαστική ιεραρχία απέναντι στο νέο μάθημα
Αλλά ας τα αφήσουμε αυτά, γιατί μπαίνουμε σε βαθιά νερά. Μια λογική απορία, αν τα πράγματα είναι έτσι όπως τα παρουσιάζω εδώ, αφορά το σκεπτικό της Ιεράς Συνόδου. Με ποια λογική κατήγγειλε πέρυσι τα Νέα Προγράμματα Σπουδών σαν «απαράδεκτα και επικίνδυνα» και με ποια λογική αισθάνεται ότι τώρα επέβαλε κάπως και τη δική της άποψη; Επειδή κατήργησε τη "Συννεφούλα" ή τον "Μπαγάσα";
Εδώ συμβαίνουν δύο τινά. Πρώτον, πέρυσι το μάθημα των θρησκευτικών βρέθηκε στη μέση ενός πολυπλόκαμου πλέγματος ανταγωνισμών εξουσίας. Κι ενώ άλλα ήταν τα ζητήματα που προείχαν (όπως π.χ. η γενικότερη αντιπαράθεση για τις σχέσεις κράτους-εκκλησίας, οι ταραγμένες ισορροπίες στο εσωτερικό της ιεραρχίας κλπ), τελικά την πλήρωσε το μάθημα των θρησκευτικών. Δεύτερον, η εκκλησιαστική ιεραρχία και ο ίδιος ο αρχιεπίσκοπος προσωπικά – όπως άλλωστε και οι δημοσιογράφοι, οι πολιτικοί και η ίδια εν τέλει η κοινή γνώμη – δυσκολεύονται να καταλάβουν τι ακριβώς αλλάζει στο μάθημα των θρησκευτικών.
Ενώ λοιπόν όλη η ουσία βρίσκεται στα Νέα Προγράμματα Σπουδών που υποχρεώνουν τον διδάσκοντα να διαμορφώσει αυτός το δικό του διδακτικό πρόγραμμα, προσαρμοσμένο στις ιδιαίτερες ανάγκες της τάξης του – ένα πρόγραμμα που δεν βασίζεται πλέον σ’ αυτό «που θα πούμε» εμείς οι δάσκαλοι στα παιδιά, αλλά σ’ αυτό «που τα παιδιά θα κάνουν» τα ίδια – οι περισσότεροι συνεχίζουν να μιλούν για τα βιβλία, το διδακτικό υλικό κλπ.
Απ’ αυτή την παρανόηση πήγασε κατά τη γνώμη μου η εν μέρει ειλικρινής περσινή οργή του Αρχιεπισκόπου, που δεν κατάλαβε τι ήταν αυτό το περίεργο διδακτικό υλικό που οι αρμόδιοι σύμβουλοι πρότειναν προς τους εκπαιδευτικούς. Κι αυτό, σε συνδυασμό με τα άλλα που ανέφερα, τον οδήγησε στο να αναγάγει το μάθημα σε αιχμή της (πραγματικής ή εικονικής;) σύγκρουσής του με την κυβέρνηση.
Στους μήνες που μεσολάβησαν ακολούθησε η προσπάθεια εύρεσης κοινού τόπου μεταξύ των θεολόγων συμβούλων του Υπ. Παιδείας και της αρμόδιας Επιτροπής Διαλόγου της ιεραρχίας. Η προσπάθεια αυτή κατέληξε στην κατ’ ουσίαν αποδοχή των Νέων Προγραμμάτων Σπουδών και του διδακτικού υλικού που παρέχεται μέσω του Φακέλου Μαθητή, αν και με κάποιες, ας πούμε, «συντηρητικές» τροποποιήσεις, που περισσότερο εκθέτουν αυτούς που τις ζήτησαν, παρά αλλοιώνουν σε τίποτε το νέο μάθημα. Η τελική ανακοίνωση της Ιεράς Συνόδου παραμένει διακριτικά επιφυλακτική.
Εν πάση περιπτώσει! Το θέμα τώρα είναι ότι τα Νέα Προγράμματα θα εφαρμοστούν τη νέα χρονιά χωρίς τις περσινές αντιδράσεις από την εκκλησιαστική ιεραρχία. Και μόνο η διοίκηση της Πανελλήνιας Ένωσης Θεολόγων επιμένει «στα κάγκελα», ψάχνοντας να βρει τι της συνέβη και έμεινε μόνη και έρημη στα κρύα του λουτρού. Σε κάθε περίπτωση η εφαρμογή Νέων Προγραμμάτων Σπουδών θα κριθεί πλέον στη σχολική πράξη. Και το κρίσιμο ερώτημα είναι αν πράγματι εμείς οι θεολόγοι καταφέρουμε να βγούμε από τη ρουτίνα και αν θα ανταποκριθούμε στις απαιτήσεις του νέου μαθήματος και στις ανάγκες των μαθητών μας. Ο Θεός να βάλει το χέρι του!
* Εύγλωττη από την άποψη αυτή είναι η λιτή αλλά σαφέστατη (κάθε άλλο παρά διπλωματική) ανακοίνωση του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής, με την οποία εκφράζεται ικανοποίηση για την απόφαση της Ιεραρχίας «που αψήφησε τις ακραίες φωνές ορισμένων κληρικών και λαϊκών και αποδέχθηκε ομόφωνα τα νέα προγράμματα σπουδών για το μάθημα των Θρησκευτικών στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου