Η κυβέρνηση ταλαντεύεται και πολλοί συμπολίτες μας αποφεύγουν τις ευθύνες τους.
Του ευρωβουλευτή της ΝΔ Γιώργου Κύρτσου
Το 2016 πληρώνουμε τον λογαριασμό του 2015. Οι επιδόσεις της οικονομίας θα ήταν πολύ καλύτερες και η λιτότητα πιο ήπια εάν είχαν αποφευχθεί τα πειράματα Τσίπρα-Βαρουφάκη, εξαιτίας των οποίων χάθηκε πολύτιμος χρόνος και μεγάλωσε το οικονομικό και κοινωνικό κόστος διαχείρισης της κρίσης.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν το πάθημα του 2015 μας έγινε μάθημα ή είμαστε έτοιμοι να επαναλάβουμε, με παραλλαγές, τα ίδια λάθη.
Κυβερνητική καθυστέρηση
Το πρώτο εξάμηνο του 2015 ο κ. Τσίπρας και ο κ. Βαρουφάκης έκαναν ό,τι μπορούσαν για να καθυστερήσουν τη συνεννόηση με τους Ευρωπαίους εταίρους και τους πιστωτές. Δημιούργησαν την εντύπωση ότι η καθυστέρηση ήταν σε όφελος της ελληνικής πλευράς και πως οι Ευρωπαίοι εταίροι, η ΕΚΤ και το ΔΝΤ αργά ή γρήγορα θα σήκωναν λευκή σημαία και θα δέχονταν τις ελληνικές θέσεις για να αποφύγουν την αποσταθεροποίηση της Ευρωζώνης.
Η σημαντική απώλεια χρόνου με ευθύνη της κυβέρνησης Τσίπρα αποδιοργάνωσε την οικονομία και μετέτρεψε την οριακή ανάκαμψη σε νέα ύφεση. Στη συνέχεια τα πράγματα έγιναν πολύ χειρότερα, εφόσον περάσαμε στα capital controls και στον λογαριασμό του τρίτου προγράμματος-μνημονίου.
Η ελληνική οικονομία χρειάζεται τη θετική πρώτη αξιολόγηση του τρίτου προγράμματος-μνημονίου για να αποτραπεί μια νέα κρίση εμπιστοσύνης, που θα την αποδιοργανώσει και θα μεγαλώσει το κόστος της διαχείρισης της κρίσης. Σύμφωνα με τον αρχικό προγραμματισμό, η πρώτη θετική αξιολόγηση έπρεπε να είχε εξασφαλιστεί πριν από τα τέλη του 2015. Κατά την άποψή μου, η κυβέρνηση Τσίπρα πρέπει να δώσει μάχη για να κλείσει το θέμα μέχρι το Πάσχα των Καθολικών (27 Μαρτίου), που είναι το ανεπίσημο χρονικό όριο που έχουν θέσει οι Ευρωπαίοι εταίροι. Οποιαδήποτε νέα καθυστέρηση θα δημιουργήσει πρόβλημα χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας και νέα κρίση σε βάρος της ελληνικής οικονομίας. Μια ματιά στην κακή πορεία του χρηματιστηρίου, ιδιαίτερα των τραπεζικών μετοχών, αλλά και στα επιτόκια για τα δεκαετή και τα τριετή ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου λύνει όλες τις απορίες. Εάν δεν τρέξουμε να προλάβουμε, οι εξελίξεις θα είναι ιδιαίτερα αρνητικές.
Ανύπαρκτη η πολιτική λύση
Η κυβερνητική ηγεσία πιέζεται από μία εξαιρετικά δύσκολη κοινωνική και πολιτική κατάσταση και έχει αρχίσει να καλλιεργεί, όπως το 2015, την ιδέα ότι μπορεί να παρακάμψει πολλές από τις υποχρεώσεις που ανέλαβε ο κ. Τσίπρας στο πλαίσιο του τρίτου προγράμματος-μνημονίου μέσα από την πολιτική συνεννόηση με τους Ευρωπαίους εταίρους.
Δεν υπάρχουν περιθώρια πολιτικής συνεννόησης, γιατί η όποια συνεννόηση έχει αποτυπωθεί στο περιεχόμενο του τρίτου προγράμματος-μνημονίου. Η συζήτηση θα περιοριστεί αναγκαστικά στην ανάλυση των βασικών οικονομικών στοιχείων και σε διαφορετικούς τρόπους επίτευξης των ίδιων στόχων.
Το πλαίσιο έχει τεθεί και όσο πιο αθόρυβη είναι η κυβέρνηση στην τεχνική συνεννόηση με τους Ευρωπαίους εταίρους και τους πιστωτές, τόσο περισσότερα μπορεί να επιτύχει. Η πολιτικοποίηση της όλης διαδικασίας και η επιθετική επικοινωνιακή στρατηγική του Μαξίμου, η οποία σε αρκετές περιπτώσεις στοχοποιεί συνομιλητές της ελληνικής πλευράς, οδηγούν στα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα.
Όσο πιο γρήγορα ξεπεράσει το Μαξίμου την ιδέα ότι θα αντιμετωπίσει τις πολιτικές εκκρεμότητες, τις αστοχίες και τις αποκλίσεις με πολιτικά μέσα, τόσο το καλύτερο για όλους. Ειδικά ο κ. Τσίπρας, που επέτρεψε στον κ. Βαρουφάκη να κινηθεί με αυτό τον τρόπο, πρέπει να έχει γίνει σοφότερος.
ΔΝΤ και Σόιμπλε οι αντίπαλοι
Ο πρωθυπουργός κ. Τσίπρας και οι συνεργάτες του πρέπει να αποφύγουν τον πειρασμό να κατασκευάσουν πολιτικούς, επικοινωνιακούς αντιπάλους –όπως ακριβώς το 2015–, σε μια προσπάθεια να διευκολυνθούν στην τακτική τους.
Το ΔΝΤ εμφανίζεται σήμερα από την κυβέρνηση σαν ο μεγάλος αντίπαλος της ελληνικής πλευράς, ενώ για τις ανάγκες του σεναρίου το 2015 ήταν ο ισχυρός φίλος της Ελλάδας. Σταθερός στον ρόλο του κακού είναι ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών κ. Σόιμπλε, ο οποίος παρουσιάζεται σαν ένα είδος εμμονικού αντιπάλου του ελληνικού λαού.
Να θυμίσουμε ότι το ΔΝΤ διέρχεται εσωτερική κρίση επειδή δέχτηκε το 2010 να εμπλακεί και να χρηματοδοτήσει το ελληνικό πρόγραμμα, όταν οι Ευρωπαίοι εταίροι δεν είχαν τη διάθεση ούτε τη δυνατότητα να σηκώσουν μόνοι τους το βάρος του προγράμματος. Όσο για τον Σόιμπλε, θεωρείται ιδιαίτερα επιτυχημένος στη Γερμανία, εφόσον προώθησε τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, εξασφάλισε την ανάπτυξη της οικονομίας, τη χρηματοδότηση ενός προωθημένου κράτους πρόνοιας και κλείνει τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό με μικρό πλεόνασμα. Επιπλέον, οι απόψεις του είναι κυρίαρχες σε επίπεδο Ευρωζώνης. Δέχεται την κριτική πολλών Ευρωπαίων πολιτικών, δεν έχει διατυπωθεί όμως ολοκληρωμένη εναλλακτική πρόταση για τον τρόπο λειτουργίας και τους στόχους της Ευρωζώνης.
Το ΔΝΤ, βέβαια, δεν έχει σε όλα τα ζητήματα σωστές απόψεις και ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών κ. Σόιμπλε μπορεί να κάνει λαθεμένες εκτιμήσεις για την κατάσταση στην Ελλάδα. Είναι όμως άλλο η συνεννόηση και η διαπραγμάτευση στο πλαίσιο κοινών επιδιώξεων και άλλο η μετατροπή ισχυρών θεσμών και παραγόντων που πρωταγωνιστούν στη διαχείριση της ελληνικής κρίσης σε ιδεολογικούς και πολιτικούς αντιπάλους. Το Μαξίμου χρησιμοποιεί διπλή γλώσσα. Επισήμως θέλει τη συνεργασία, ενώ με τις κατάλληλες διαρροές στα επηρεαζόμενα από αυτό ΜΜΕ δημιουργεί ένα κλίμα αντιπαλότητας, θεωρώντας ότι μπορεί να του είναι χρήσιμο. Οι Ευρωπαίοι εταίροι και οι πιστωτές καταγράφουν, σε καθημερινή βάση, την κυβερνητική διγλωσσία και θεωρούν ότι είναι ένα ακόμη δείγμα της περιορισμένης αξιοπιστίας της κυβέρνησης Τσίπρα. Ο πρωθυπουργός πρέπει να εγκαταλείψει αυτού του είδους τις επικοινωνιακές, πολιτικές ασκήσεις, εάν φυσικά ενδιαφέρεται για γρήγορη συνεννόηση, γρήγορες και αποτελεσματικές λύσεις που θα βάλουν ξανά την ελληνική οικονομία σε πορεία ανάκαμψης και στη συνέχεια ανάπτυξης.
Μονομερείς ενέργειες
Ενισχύεται συνεχώς ο πειρασμός για την κυβέρνηση να προχωρήσει σε μονομερείς ενέργειες, ανάλογες με εκείνες που έκανε το 2015. Το τρίτο πρόγραμμα-μνημόνιο περιλαμβάνει συγκεκριμένες διατάξεις που αναφέρονται στην άρση των μονομερών ενεργειών του 2015 ή στη λήψη ισοδύναμων μέτρων για τη χρηματοδότησή τους. Για παράδειγμα, η επαναπρόσληψη στο Δημόσιο των απολυθέντων από την κυβέρνηση Σαμαρά αφαιρεί τη δυνατότητα πραγματοποίησης των προγραμματισμένων νέων προσλήψεων μέχρις ότου καλυφθεί το δημοσιονομικό κόστος. Έτσι, αντί να έχουμε χρήσιμες προσλήψεις που θα μπορούσαν να ενισχύσουν την εφορία ή το κράτος πρόνοιας, έχουμε άχρηστες επαναπροσλήψεις, για να περάσουν τα κατάλληλα ιδεολογικά και πολιτικά μηνύματα.
Οι μονομερείς ενέργειες καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα, από τον τρόπο λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος, των ανεξάρτητων αρχών, τη στελέχωση της δημόσιας διοίκησης, τον τρόπο λειτουργίας των ΑΕΙ κ.λπ. Η κυβέρνηση προωθεί συστηματικά τους δικούς της ανθρώπους, συχνά σε βάρος της σωστής λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης και του ευρύτερου δημόσιου τομέα της οικονομίας. Όσο πιο δύσκολη γίνεται η κατάσταση, τόσο περισσότερες πρωτοβουλίες αναπτύσσονται στην κατεύθυνση της δημιουργίας κομματικού κράτους. Έχει επικρατήσει η άποψη ότι το κομματικό κράτος μπορεί να μετατραπεί σε πολιτικό οχυρό του ΣΥΡΙΖΑ και ως έναν βαθμό των ΑΝΕΛ σε μια περίοδο κατά την οποία τα κυβερνητικά κόμματα δέχονται μεγάλες πιέσεις.
Οι πρωτοβουλίες της κυβέρνησης σε αυτή την κατεύθυνση μεγαλώνουν την απομόνωσή της στο εσωτερικό και στο εξωτερικό και δημιουργούν τις προϋποθέσεις να πάνε χαμένες πολλές από τις θυσίες του ελληνικού λαού.
Το πιο ανησυχητικό είναι ότι δεν είναι μόνο η κυβέρνηση που ακολουθεί μεθόδους που παραπέμπουν στο 2015 αλλά και ένα σημαντικό τμήμα του ελληνικού λαού, που επιμένει σε μια τυφλή διαμαρτυρία και γενική απόρριψη, στην οποία στήριξαν ο κ. Τσίπρας και ο κ. Βαρουφάκης την πολιτική δυναμική τους μέχρι τον Ιούλιο του 2015. Στις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας κατά της κυβερνητικής πολιτικής πρωταγωνιστούν αυτοί που δικαιολογημένα διαμαρτύρονται, αλλά και αυτοί που εντελώς αδικαιολόγητα αποφεύγουν να εκπληρώσουν βασικές φορολογικές και ασφαλιστικές τους υποχρεώσεις. Μπορεί οι αγρότες να στήνουν μπλόκα διαμαρτυρόμενοι για την αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών στον ΟΓΑ –η οποία πράγματι είναι υπερβολική για όσους έχουν κάποια οικονομικά μέσα και δηλώνουν το εισόδημά τους–, θα πρέπει όμως κι αυτοί να δείξουν περισσότερη υπευθυνότητα, εφόσον μέχρι σήμερα το 50% των ασφαλισμένων στον ΟΓΑ δεν καταβάλλει τις εισφορές του. Πολλοί από τους διαμαρτυρόμενους για την αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών απλούστατα δεν τις καταβάλλουν, ενώ έχουν την οικονομική δυνατότητα να το κάνουν.
[Free Sunday, τεύχος 351]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου