Γράφει η ΜΑΡΙΑΛΕΝΑ ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ
'Ενα μπαρ πάνω στην άμμο. Η θάλασσα γλύφει νωχελικά την είσοδο και οι τουρίστες σαν άλλοι ασθενείς δέχονται τη φροντίδα του καλοκαιρινού τοπίου, αφήνοντας τη χειμερινή ζωή τους στο πίσω μέρος του μυαλού τους, στα μικρά υγρά διαμερίσματα του χειμώνα τους. Μια νεαρή ηλιοκαμένη γυναίκα στέκεται σαν σύμβολο αρχαίας ελληνικής θεότητας. Εχει έρθει από τη Γαλλία με αλγερίνικο αίμα να δουλέψει στο ελληνικό νησί, σε αυτό το μικρό θαύμα που λέγεται ελληνικό καλοκαίρι. Η ομορφιά της κάνει το μεσογειακό τοπίο να κρύβεται. Πηγαίνοντας κόντρα στους νόμους της φωτογραφίας, ένας άνδρας προσπαθεί να την απαθανατίσει. Φοράει ένα λευκό μακρύ φόρεμα και ένα λιτό χρυσό κόσμημα στον λαιμό της. Τον κοιτάει με βλέμμα διφορούμενο, αλλά δεν χαμογελά. Η φωτογραφία δεν αποτυπώνει την εξωτερική ομορφιά της. Οπως όλα τα δυνατά στοιχεία, ο ήλιος του ελληνικού καλοκαιριού είναι τόσο πύρινος που καίει σε βάθος. Αντί να συντελεί στην εξύμνηση της εξωτερικής αμεριμνησίας, αναδεικνύει την εσωτερική σκοτεινιά, μέσα από τις αντιθέσεις τοπίου και ψυχικών διαθέσεων.
Λίγους μήνες αργότερα η κοπέλα αυτή κάνει απόπειρα αυτοκτονίας.
Δυστυχώς, δεν είναι η μόνη. Το καλοκαίρι είναι η περίοδος όπου όλοι περιμένουν για να ρεφάρουν τα «σπασμένα» του χειμώνα. Ολοι όσοι ζουν με βάρδιες και αναμονές, νιώθουν ότι η ζωή τους συμπιέζεται ανάμεσα σε πρέπει, κάνοντας τα θέλω να μετατίθενται τότε που ο υδράργυρος ανεβαίνει επικίνδυνα. Και, όμως, υπάρχουν άνθρωποι ανάμεσά μας που δεν αντιλαμβάνονται το καλοκαίρι με τον ίδιο τρόπο. Είναι όσοι πάσχουν. Και συνήθως όταν το έξω επιβάλλεται να είναι εκκωφαντικό, τότε το μέσα ρέπει προς την απόγνωση.
Η κατάθλιψη είναι μια ύπουλη νόσος. Αντίκειται στους νόμους της κοινωνίας, της συλλογικότητας, της κοινής συναναστροφής. Δρα επιθετικά και δεν καρπώνεται ως όφελος το εξωτερικό καλό. Θέτει τον ασθενή σε μια συνεχή συνθήκη ανοίκειου και βαθύτατης θλίψης, απογοήτευσης και μαρασμού. Ο ψυχισμός δεν συμμετέχει σε γιορτές και αργίες. Αντιθέτως, στις στιγμές εκείνες όπου η χαρά περισσεύει, ο άνθρωπος που νοσεί βιώνει τον εαυτό του ως παράσιτο. Δυσκολεύεται να βρει το πλαίσιο που θα τον περιέξει, τους ανθρώπους που θα τον αντέξουν, δεν επιθυμεί να ζήσει τη στιγμή που όλοι και όλα επιβάλλουν να ζήσει.
Αρκετοί είναι οι άνθρωποι που δυστυχώς δεν μοιράζονται την ξεγνοιασιά του καλοκαιριού. Και όχι απαραίτητα επειδή είναι καταθλιπτικοί. Οι ηλικιωμένοι, οι πληγωμένοι άνθρωποι, άνθρωποι χωρίς δουλειά και χωρίς οικονομική δυνατότητα, οι άνθρωποι με κινητικά προβλήματα, άνθρωποι που για κάποιους λόγους έμειναν μόνοι βιώνουν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα ως καταναγκαστικό έργο. Καλούνται να περάσουν την ασφυκτική ζέστη με ιώβεια υπομονή, αδυνατούν να βρουν συνομιλητές, νιώθουν σαν το σκυλάκι που έφυγε το αφεντικό του χωρίς να του βάλει νερό. Ο μεσογειακός ήλιος αντί για δώρο γίνεται κατάρα. Γιατί ξεσκεπάζει, αποκαλύπτει, λειτουργεί σαν μεγεθυντικός φακός σε όλα τα δεινά της ανθρώπινης ύπαρξης, του ταραγμένου και τραυματισμένου ψυχισμού. Γιατί άραγε το καλοκαίρι γίνονται όλα πιο έντονα; Γιατί ακριβώς η εξωτερική συνθήκη της ζέστης, των ανθρώπων που απομακρύνονται από τη ρουτίνα τους, που επιστρέφουν στα εξοχικά τους σπίτια ή στους δικούς τους, διογκώνει τη νόσο. Κάτι που διαφορετικά κρύβεται ή αντέχεται κάτω από τα παχιά χαλιά του εσώκλειστου σπιτιού του χειμώνα.
Το καλοκαίρι η φωτογραφία καίγεται. Το αποτύπωμα αυτών των ανθρώπων σβήνεται κάτω από τη αρμύρα του θαλασσινού νερού. Τα γέλια, τα γυμνά σώματα, τα παιδιά που μεγαλώνουν διπλά, το μέτρημα των μπάνιων και των παγωτών, οι απρόσμενοι έρωτες, η χαλάρωση και το αίσθημα της ευτυχίας όλων των υπόλοιπων καθίστανται για αυτούς ένας καθρέφτης που δεν αντέχουν να δουν, γιατί τους οδηγεί ακόμα περισσότερο στην απομόνωση.
Για αυτό δεν είναι τυχαίο ότι το καλοκαίρι αποκαλύπτει πολλά ανθρώπινα δράματα.
Ο πονεμένος άνθρωπος είναι συνάρτηση πολλών πραγμάτων. Γιατί σε όλα τα νομίσματα υπάρχουν δύο όψεις. Και το ελληνικό καλοκαίρι συχνά μας αποπροσανατολίζει, μας τυφλώνει. Αποστρέφει το βλέμμα μας από την ανθρώπινη μοναξιά, από το τραύμα και την ανθρώπινη δυστυχία που πολλές φορές βρίσκεται ακριβώς δίπλα μας. Ή μπορεί και ακριβώς μέσα μας.
kathimerini
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου