Τάκης Θεοδωρόπουλος
Ας μην αυταπατώμεθα. Το «ελληνικό καλοκαίρι», το κάποτε ένδοξο ελληνικό καλοκαίρι, έχει μετατραπεί σε μια γιγάντια ψυχαναγκαστική μηχανή. Ό,τι νεύρο και όση ένταση έχουμε συσσωρεύσει στις πόλεις θεωρούμε υποχρέωσή μας να την αδειάσουμε σε κάποιο κυκλαδίτικο νησί ή σε μια απ’ αυτές τις υπέροχες παραλίες της ηπειρωτικής Ελλάδας. «Φεύγουμε για να ξεσκάσουμε» λίγο. Ψυχαναγκασμός της ξεκούρασης και της διασκέδασης οι οποίες είναι οι υποχρεώσεις μας απέναντι στο «ελληνικό καλοκαίρι». Πόλεις στα νησιά που έχουν χάσει την ομορφιά τους, συνωστισμός στις παραλίες που έχουν πάψει πια να είναι παραλίες. Παρατηρήστε ότι ακόμη και στις πιο πολυσύχναστες παραλίες ελάχιστοι είναι αυτοί που κολυμπούν. Και εννοώ κολυμπούν, όχι κάνουν «μπάνιο» ή βουτάνε για να δροσιστούν. Η πλειονότητα επιπλέει σαν τις σημαδούρες και οι παρέες συνεχίζουν στο νερό την κουβέντα που άρχισε στην αμμουδιά και θα τελειώσει το βράδυ στην ταβέρνα. Τρέντι κουζίνα, «πειραγμένη» ελληνική. Η σοβαρή ελληνική κουζίνα είναι εξίσου δυσεύρετη με την ήσυχη παραλία. Για να βρεις μια μερίδα γεμιστά ή μουσακά της προκοπής πρέπει να κάνεις έρευνα αγοράς. Στη διάρκεια της ημέρας σε βασανίζουν τα 4Χ4, οι απαίσιες «γουρούνες», οι σέρφερ, οι τσιρίδες των γόνων που παιδιά είναι τι να κάνουμε, και τα ντούπου-ντούπου από τα μπιτσόμπαρα. Το βράδυ οι απόφοιτοι των σχολών σεφ και οι θεατές των τηλεπαιχνιδιών μαγειρικής. Αφθονο αλκοόλ και τομάτα στη χωριάτικη που μόνον γεύση τομάτας δεν έχει.
Θα μπορούσα να πω κι άλλα, όμως διακόπτω εδώ για να βγάλω το συμπέρασμά μου: όλο αυτό το πράγμα υποτίθεται ότι ονομάζεται διασκέδαση, ή εν πάση περιπτώσει είσαι υποχρεωμένος να το εκλάβεις ως διασκέδαση κι αν τολμήσεις να μην το θεωρήσεις διασκέδαση, τότε κατάπιε την κατάθλιψή σου και αποφάσισε να επισκεφθείς γιατρό. Κι ύστερα έρχεται ο καύσωνας που δεν αντέχεται με τίποτε και μετά τον καύσωνα τα μελτέμια και με τα μελτέμια οι πυρκαγιές που θα κάψουν τη μισή Ελλάδα. Η άλλη μισή είχε καεί πέρυσι και ό,τι απομείνει θα καεί του χρόνου. Πόσα μισά κάνουν ένα ολόκληρο; Φέτος στις ατραξιόν προστέθηκαν και οι παλαιστινιακές σημαίες που τις κραδαίνουν στα λιμάνια όσοι μυρίσουν αίμα Ισραηλινού τουρίστα. Για του χρόνου βλέπουμε.
Ναι, γκρινιάζω σαν τους γέροντες στο Μάπετ Σόου. Μπορεί. Και παρά τις προσπάθειες που καταβάλλουμε, η Ελλάδα κρατάει μια ομορφιά, αυτήν που είδε ο Λακαριέρ όταν έγραψε το «Ελληνικό καλοκαίρι», ο Μισέλ Ντεόν στις «Ελληνικές σελίδες» του, ακόμη και ο Χένρι Μίλερ στον «Κολοσσό του Μαρουσιού». Αυτήν που πρόλαβε η γενιά μου, υποθέτω και η αμέσως επόμενη. Τότε που ψάχναμε «ενοικιαζόμενα» με τις υποτυπώδεις υποδομές και δεν αισθανόμασταν υποχρεωμένοι να διασκεδάσουμε. Απλώς ζούσαμε τους τόπους που μας υποδέχονταν χωρίς πολλές απαιτήσεις. Όπως ο Σεφέρης που φεύγοντας από τον Πόρο σημείωσε στο ημερολόγιό του ότι τέτοια γαλήνη δεν πρόκειται να ξαναβρεί στη ζωή του – το αναφέρω από μνήμης. Τόποι γαλήνης υπάρχουν και πρέπει να τους συντηρήσουμε ως κόρην οφθαλμού. Αυτός είναι ο πραγματικός πατριωτισμός. Το ελληνικό τοπίο είναι φτιαγμένο για μικρά μεγέθη. Τα μεγαθήρια που φυτρώνουν πάνω στα βράχια του Αιγαίου σαν διαστημικοί σταθμοί βιάζουν το τοπίο. Μας ενοχλεί ο υπερτουρισμός; Μα δεν φταίει ο υπερτουρισμός. Εμείς φταίμε που φτιάξαμε τεράστιες μονάδες για να υπηρετήσουμε τη βαριά βιομηχανία της χώρας. Και τώρα εισπράττουμε τις συνέπειες. Χρειαζόμαστε μεγαλύτερους δρόμους για να αντέξουν την κίνηση και μονάδες αφαλάτωσης γιατί μας λείπει το νερό. Το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ δείχνει πώς βλέπουμε την ανάπτυξη. Πόσα ξενοδοχεία χτίστηκαν από τα ψεύτικα βοσκοτόπια; Ποιος πολιτικός μπορεί να σχεδιάσει έναν διαφορετικό τύπο ανάπτυξης και με ποια κοινωνία; Φτιάξαμε μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες, ένα σχολείο της προκοπής όμως δεν φτιάξαμε.
Μας έχει κουράσει ο εαυτός μας. Κι αυτό το δικαιολογούμε στην καθημερινότητα της πόλης, όμως το μεταφέρουμε μέσα μας και στις στιγμές οι οποίες υπάρχουν, υποτίθεται, για να αποφορτισθούμε από την κούρασή μας. Στο περίφημο ελληνικό καλοκαίρι. Αυτό που μοιάζει περισσότερο με φαντασίωση παρά με πραγματικότητα. Αυτό που κρύβει την ομορφιά του κάτω από τα έργα μας. «Η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο», έλεγε ο Ντοστογιέφσκι. Εμάς ποια ομορφιά θα μας σώσει; Εχουμε μάτια για να δούμε όση ομορφιά έχει σωθεί γύρω μας; Ή μήπως δεν μπορούμε να την δούμε επειδή μας τυφλώνει το αίσθημα του ψυχαναγκασμού, η υποχρέωση πως πρέπει ούτως ή άλλως να διασκεδάσουμε, έχοντας χάσει και τους τρόπους της διασκέδασης. Και μη μου πείτε ότι γκρινιάζω διότι, δυστυχώς, δεν είμαι ο μόνος. Όλοι γκρινιάζουμε. Όλοι είμαστε θυμωμένοι με κάποιον, είτε με τον διπλανό μας, είτε με τον εαυτό μας, είτε με τον σύντροφό μας. Έτοιμοι για καβγά. Η ελληνική κοινωνία είναι κουρασμένη επειδή περνάει δύσκολα. Οι περισσότεροι δεν βγάζουν τον μήνα. Και το πρώτο που τους έρχεται στο μυαλό όταν σκέφτονται το ελληνικό καλοκαίρι είναι η ακρίβεια. Η διασκέδαση γίνεται καταναγκασμός. Είναι σαν να μας εκδικείται το ελληνικό καλοκαίρι επειδή το κακοποιήσαμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου