Άρης Αλεξανδρής
To κόμμα Σαμαρά, το κόμμα Τσίπρα και η «ατζέντα Καραμανλή» έχουν δύο κοινά χαρακτηριστικά. Το πρώτο είναι πως επισείονται μονίμως ως δυνάμεις ανατροπής του πολιτικού σκηνικού. Το δεύτερο είναι πως δεν υπάρχουν. Έτσι, η πολιτική κουβέντα περιστρέφεται εν πολλοίς γύρω από τρεις άδηλες καταστάσεις, οι οποίες βασίζονται μόνο σε φήμες και σκόρπιες δηλώσεις, παράγοντας ακριβώς το ίδιο: φήμες και σκόρπιες δηλώσεις. Η παραφιλολογία γύρω από τις κινήσεις των πρώην πρωθυπουργών δεν είναι ένα τυχαίο γεγονός, αλλά ένας θόρυβος που εξυπηρετεί αρκετούς. Οι πρώην πρωθυπουργοί, από τη δική τους πλευρά, επιχειρούν να αξιοποιήσουν τον θόρυβο ως οδηγό: ενώ δεν έχουν καν αποφασίσει τι ακριβώς θα κάνουν, αφήνουν τη συζήτηση για το πολιτικό τους μέλλον να τους υποδείξει πώς να το σχεδιάσουν, σταθμίζοντας πιθανότητες, συμπάθειες και αντιπάθειες. Η αντιπολίτευση, από την άλλη, ερμηνεύει τον θόρυβο ως σημάδι της επερχόμενης κυβερνητικής ήττας, διαβλέποντας είτε διασπάσεις στη «δεξιά πολυκατοικία» είτε τον μεγάλο αριστερό συνασπισμό που με έναν ηγέτη εγνωσμένου κύρους θα τερματίσει το «καθεστώς Μητσοτάκη». Ισως όμως πιο ουσιώδες είναι να εξεταστεί ποιος παράγει τον θόρυβο. Ποιος επιμένει να δίνει υπόσταση σε πολιτικές θέσεις και πρωτοβουλίες προτού καν τους δώσουν υπόσταση οι ίδιοι οι εμπνευστές τους. Η απάντηση είναι απλή: πρόκειται για δουλειά των media.
Τα media βαριούνται
Κάθε φορά που ο Αλέξης Τσίπρας βγαίνει από το σπήλαιο της απομόνωσης για να μιλήσει πολιτικά, η προσοχή δεν πέφτει σε αυτά που λέει, αλλά σε όσα προμηνύoυν εκείνα που αρνείται να πει. Κάθε φορά που ο Αντώνης Σαμαράς πηγαίνει ή δεν πηγαίνει σε μια δημόσια εκδήλωση, η προσοχή δεν πέφτει στην εκδήλωση, αλλά στο αν τίμησε κάποιον με την παρουσία του ή επιτίμησε κάποιον άλλο με την απουσία του. Οι κινδυνολογικές δηλώσεις Καραμανλή, σαν την πιο πρόσφατη για τη «μείζονα θεσμική κρίση» προς την οποία «οδεύουμε», δεν γίνονται αντιληπτές ως πονηρές κοινοτοπίες, αλλά ως αινιγματικές προφητείες, που κάτι σημαντικό πρέπει να σημαίνουν (δεν σημαίνουν τίποτα – ποτέ δεν σήμαιναν). Το μοτίβο έχει αιτία. Η πολιτική στασιμότητα δεν προβληματίζει μόνο τα κόμματα που αδυνατούν να σηκώσουν κεφάλι και να διευρύνουν την εκλογική τους βάση ικανοποιητικά. Επηρεάζει και τα Μέσα, που, ελλείψει γόνιμων εντάσεων, υποδαυλίζουν τις υπάρχουσες με την ελπίδα ότι θα πυροδοτήσουν κάτι παραγωγικό. Είναι γνωστό ότι ο Τσίπρας ονειρεύεται να επανέλθει στην πολιτική από θέση ισχύος, άρα γιατί να μην του ζεστάνουμε τη θέση από τώρα για να έχουμε και κάτι να συζητάμε; Είναι γνωστό ότι Σαμαράς και Καραμανλής αντιπαθούν τον Κυριάκο Μητσοτάκη, άρα γιατί να μη μετατρέψουμε κάθε σύμπτωμα της δεδομένης αντιπάθειάς τους σε μείζον πολιτικό θέμα;
Πλάθοντας την πραγματικότητα
Η επίθεση των πρώην, που δεν είναι ακριβώς επίθεση, αλλά περισσότερο προαναγγελία μιας σειράς ευσεβών πόθων με αβέβαιη έκβαση, είναι ένα χαρτί επιτελεστικό. Δεν περιγράφει μια κατάσταση μόνο, αλλά τη δημιουργεί κιόλας. Δύο κόμματα που δεν έχουν καν ανακοινωθεί, αλλά απασχολούν τη δημόσια σφαίρα λες και ορίζουν το παιχνίδι, είναι δύο κόμματα με χαρισμένο μπόι που, όταν γεννηθούν, θα έχουν ένα προβάδισμα δυσανάλογο του κόπου τους. Ένας πρώην πρωθυπουργός, γνωστός κυρίως για τη σιωπηλή μετατροπή του βουλευτικού του αξιώματος σε άτυπο αναχωρητισμό, εισπράττει κι αυτός πόντους μη κερδισμένους όταν αντιμετωπίζεται ως φωνή της λογικής (ενώ, σε πραγματικά κρίσιμους καιρούς, είχαμε ξεχάσει τη χροιά της φωνής του). Είναι όμως εν μέρει έργο της κυβέρνησης αυτή η πριμοδότηση των επίδοξων αντιπάλων της. Το κενό πολιτικής που στη δεύτερη θητεία της καλύπτει με το επιχείρημα πως είναι προτιμότερη από την αντιπολίτευσή της έχει αρχίσει να κατακλύζεται, εξαιτίας της αδράνειάς της, από ανεπίσημες αντιπολιτεύσεις. Πράγμα που μας φέρνει στην ίδια την αντιπολίτευση: Εντάξει, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει σχεδόν παραδεχθεί την αυτοδιάλυσή του. Το ΠΑΣΟΚ, όμως, τι δικαιολογία έχει που την κυβέρνηση την αντιπολιτεύονται με περισσότερες αξιώσεις τα φαντάσματά της απ’ ό,τι η επίσημη αντιπολίτευσή της;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου